8 Δεκεμβρίου 2009

ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΝΑΥΤΙΚΟΥ 2.

Ήταν ανήμερα Χριστουγέννων!
-Κώστα θα παμε για τηλέφωνο; Με ρώτησε ο Παναγιώτης ο δεύτερος καθώς έβγαινε από το μηχανοστάσιο τελειώνοντας την 4-8.
-Παναγιώτη αφού ξέρεις.... ότι δεν έχω να πάρω κανέναν τηλέφωνο, του απάντησα. Αλλά θα έρθω για παρέα, να ρίξω κι ένα γράμμα για την μάνα μου.
Ήμασταν Mauritius, ένα νησί του Ινδικού ωκεανού, τροπικό με πολύ ωραίες παράλιες, που τελευταία έχει γίνει προορισμός για διακοπές πολλών Ευρωπαίων.
Τηλέφωνο τότε παίρναμε από τα post office των διαφόρων λιμανιών, και εκεί δίναμε και τα γράμματα. Γι ΄αυτό όποιος από το πλήρωμα πήγαινε πρώτος, ενημέρωνε του υπόλοιπους για το που είναι, πόσα παίρνει το ταξί, πόση ώρα είναι η διαδρομή και ποσά δολάρια κοστίζει το τηλεφώνημα το λεπτό.

Συνάντησα τον Παναγιώτη μετά από κάνα εικοσάλεπτο στο ντοκο, βρήκαμε ένα ταξί, ο θεός να το έκανε ταξί, διότι ήταν μια σακαράκα του 60, και μετά από τα απαραίτητα παζάρια ξεκινήσαμε την πορεία μας για το post office κάτω από καταρρακτώδη βροχή. Το post office ήταν τρία τέταρτα δρόμος με αυτοκίνητο, διότι ήταν έξω από την πόλη μέσα σε μια μικρή ζούγκλα.
Μετά από μισή ώρα διαδρομής περίπου, και καθώς περνούσαμε από έναν χωματόδρομο, πέφτουμε σε μια λακκούβα που δεν φαινόταν από τα νερά, και σπάει το αριστερό ψαλίδι. Κατεβήκαμε βρίζοντας που παραλίγο να είχαμε γίνει μακαρίτες, αλλά και ανακουφισμένοι που τελικά δεν πάθαμε ούτε γρατσουνιά. Αναγκαστήκαμε λοιπόν να προχωρήσουμε με τα πόδια μέσα στη λάσπες και κάτω από αυτήν την βροχή που σταματημό δεν είχε.

Ο Παναγιώτης ήταν πρόσχαρος άνθρωπος, πάντα με το καλαμπούρι και το γέλιο. Έτσι και σε αυτήν την φάση το γέλιο πήγαινε σύννεφο που είχαμε γίνει μούσκεμα και γεμάτοι λάσπες. Ευτυχώς για μας μετά από κάμποση ώρα πέρασαν δυο μάγειροι με άλλο ταξί και πήραν και μας.
Με το που φθάσαμε και είδαμε τον κόσμο που περίμενε για να τηλεφωνήσει, μας κόπηκε κάθε διάθεση για γέλιο και αστεία. Γύρω στα σαράντα άτομα διάφορων εθνικοτήτων, σχημάτιζαν μια ουρά που έφθανε μέχρι έξω, και περίμεναν για να εξυπηρετηθούν από δυο θαλάμους.

- Κώστα εγώ δεν μπορώ να φύγω διότι πρέπει να μιλήσω με την Χριστίνα, γιορτάζει κιόλας! Στο Durban περνούμε πετρέλαια και δεν θα μπορέσω να βγω. Εσύ αν θέλεις κοπάνα την.
- Ρε Παναγιώτη, τόση βροχή φάγαμε .Μαζί ήρθαμε και μαζί θα φύγουμε, το απάντησα κοφτά χωρίς να του αφήσω περιθώρια να επιμείνει.
Μετά από τρεις ώρες αναμονής, ο Παναγιώτης μπήκε σε έναν απ τους δυο θαλάμους. Στο τζάμι υπήρχε κακογραμμένα με μαρκαδόρο ο αριθμός 2.
Μέσα στον θάλαμο υπήρχε ένα λευκό τηλέφωνο χωρίς καντράν. Σήκωνες το ακουστικό, μιλούσες με μια κοπέλα, της έδινες τον αριθμό που ήθελες να καλέσεις και περίμενες για να συνδεθείς. Σε αυτό το σημείο της αναμονής, η καρδιά κτυπούσε με τριακόσιους παλμούς το λεπτό.

Μόλις τρία λεπτά αργότερα από την ώρα που είχε μπει, ο Παναγιώτης βγήκε από το θάλαμο.
- Παμε να φύγουμε ρε Κώστα, μου είπε με φωνή που ίσα ίσα ακούστηκε.
Κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά αλλά δε ρώτησα τίποτα. Βγήκαμε έξω, βρήκαμε ένα ταξί και χωρίς καμία κουβέντα φύγαμε για το βαπόρι. Στην διαδρομή δεν ανταλλάξαμε λέξη, τον έβλεπα να κοιτάει στο πουθενά μέσα από το παράθυρο και να αναστενάζει. Μόλις φτάσαμε, πληρώσαμε τον ταξιτζή, μπήκαμε στο πλοίο και πέσαμε πάνω στον Πρώτο.
- Που στο διάολο έχετε παει όλοι σήμερα, άρχισε να φωνάζει κατακόκκινος απ΄ τα νεύρα του. Δέκα ώρες ψάχνω τον Πρωτοδευτερο, τον υδραυλικό .....κανένας πουθενά ! Βαρέσαμε διάλυση! Βαλε μια φόρμα και κατέβα κάτω, γιατί έσπασε μια σωλήνα στις ηλεκτρομηχανές, είπε, και μας προσπέρασε προχωρώντας προς την καμπίνα του, συνεχίζοντας τα καντήλια, και σκουπίζοντας τα χέρια του με ένα στουπί!

- Ο Παναγιώτης δεν είπε κουβέντα, με κοίταξε με μια μάτια που έβγαζε σπίθες, προχώρησε δυο πόρτες πιο πέρα που ήταν η καμπίνα του, άνοιξε την πόρτα και είπε : - Κωστή σε ευχαριστώ που περίμενες διότι αν δεν ήσουν εσύ, δεν ξέρω αν θα έπαιρνα ταξί η ελέφαντα για να γυρίσω!
- Έλα ρε σιγά ... αλλά είσαι καλά, γιατί σε βλέπω χάλια, τι έγινε ;
- Ρε ‘συ δεν ήταν η Χριστίνα σπίτι! μου είπε και η φωνή του έσπασε, καθώς έπιανε μια μπλε φόρμα από την κρεμάστρα να την φορέσει, για να κατεβεί στο μηχανοστάσιο.

Στο Durban με χίλια ζόρια μπόρεσε να βγει και να πάρει τηλέφωνο.
- Καλά Παναγιώτη, ένα τηλέφωνο δεν μπόρεσες να με πάρεις, να μου πεις ένα χρόνια πολλά τα Χριστούγεννα; ήταν οι πρώτες λέξεις της Χριστίνας γεμάτες πίκρα και παράπονο .
- Σε πήρα, σε πήρα ρε Χριστίνα, αλλά δεν απαντούσε κανείς ! που ήσουν; είπε.. προσπαθώντας να μαλακώσει την φωνή του, αλλά και να μην ξηλώσει το τηλέφωνο .
- Δυο λεπτά πετάχτηκα μέχρι την πλατεία να δοκιμάσει ο Νίκος το ποδήλατο που του αγόρασε ο πατέρας μου, Παναγιώτη, εκείνη την ώρα πήρες; Που να το ξέρω, και ξέσπασε σε λυγμούς .
Τον Παναγιώτη τον συνάντησα το βράδυ στην καμπίνα του μετά την βάρδια του. Η πόρτα ανοικτή, ένα μπουκάλι ουίσκι στο γραφείο του και ένα μονοφωνικό μαγνητόφωνο που κουβαλούσε στα μπάρκα, να παίζει Διονυσίου .
- Κωνσταντίνε, αυτό είναι το τελευταίο μου μπάρκο. Δεν μπορώ άλλο αυτήν την κατάσταση , μου είπε, χωρίς να μπορέσω να καταλάβω αν χαιρόταν η αν λυπόταν για την απόφαση του .

Πριν μερικά χρόνια, ερχόμενος από το εξωτερικό, μπαίνω σε ένα ταξί στο αεροδρόμιο, και κάθομαι στο πίσω καθισμα.
- Νέο Φάληρο, του λεω προσπαθώντας να ενεργοποιήσω το κινητό μου !
- Ρε Κώστα! μου λεει ο οδηγός .
Ήταν ο φίλος μου ο Παναγιώτης, ο δεύτερος μηχανικός. Πράγματι ήταν τότε το τελευταίο του μπάρκο. Βγήκε αγόρασε μισό ταξί και έγινε στεριανός .
- Οικογένεια και βαπόρια μου είπε, είναι δύσκολος συνδυασμός. Και εγώ δεν το άντεξα !

Πηγή Ναυτιλία

2 σχόλια:

Γιώργος είπε...

Σαν λαδοκωλος και γω δεν μπορεις να φανταστεις ποσο με αγγιζουν οι ιστοριες σου...
θα ηθελα αν μου επιτρεπεις να αναδημοσιευσω τις ιστοριες στο προσωπικο μου ιστολογιο :)
ευχαριστω

ΜΑΚΗΣ είπε...

Φίλε Γίωργο μπορείς να δημοσιεύσεις τις ιστορίες . Εξάλλου και έγω τις πείρα από το nautilia.gr.