5 Σεπτεμβρίου 2012

ΤΑΚΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ Υ/Β ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ (Β΄ΜΕΡΟΣ)

Ιωάννης Σ. Θεοδωράτος
Δημοσιογράφος-Αμυντικός Αναλυτής

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Στρατιωτική Ισορροπία
και Γεωπολιτική» τ. 25, σελ.80 Αιγίς Εκδοτική, ΜΑΡ 2012

συνέχεια από το Α ΜΕΡΟΣ


Η σκούρα επιθετική σιλουέτα του
υποβρυχίου Type 209/1200 «Ποσειδών»
(S116) προκαλεί αντίθεση με το μπλε της
γαλήνιας θάλασσας.
ΦΩΤΟ: www.hellenicnavy.gr
Ένας ικανός κυβερνήτης μαζί με ένα αξιόπιστο όπλο (τορπίλη) συνιστούν ένα κλασικό καλό δίδυμο, η επιχειρησιακή αποτελεσματικότητά τους όμως πολλαπλασιάζεται όταν συνεργαστούν με ένα εξελιγμένο διεύθυνσης βολής και κατ’ επέκταση με ένα ολοκληρωμένο σύστημα μάχης. Τα υποβρύχια Type 209/1100 φέρουν το σύστημα διεύθυνσης βολής «Κανάρης», το οποίο αποτελεί τελειοποίηση του ΓΕΤΕΝ 751 (Γραφείο Έρευνας και Τεχνολογίας Ναυτικού), που ενσωμάτωσε όλα τα πλεονεκτήματα του Signaal SINBADS (φέρεται από τα Type 209/1200) συν πολλές άλλες καινοτομίες που αποκτήθηκαν από την επιχειρησιακή εμπειρία των στελεχών της ΔΥ (συμπεριλαμβάνεται η δυνατότητα βολής Subharpoon). Το «Κανάρης» ολοκληρώθηκε παράλληλα με το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού «Neptune I» μαζί με μια σημαντική επιχειρησιακή καινοτομία για τις τακτικές, το νέο σόναρ χαμηλών συχνοτήτων με πλευρική διάταξη υδροφώνων (Flank Aray Sonar) PSU 83-90 της STN Atlas Electronics.

Επρόκειτο για ένα «γερό χαρτί» στα χέρια ενός έμπειρου κυβερνήτη, καθώς επιτυγχάνετο η οπτική καταγραφή και η συνολική μορφή απεικόνισης στόχων, γεγονός που επέτρεπε την εξέλιξη των τακτικών καθώς ο χειριστής διευκολυνόταν στον έγκαιρο εντοπισμό τους και την ευκολότερη παρακολούθηση αυτών. Επίσης καθίστατο πολύ πιο ευχερής ο χαρακτηρισμός του στόχου λόγω της καταγραφής των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών ήχων χαμηλών συχνοτήτων που εκπέμπει, όπως επίσης της ανάλυσης – που ήταν πλέον διαθέσιμη – των ελίκων (σ.σ. αριθμός αυτών) του στόχου αλλά και των πτερύγων κάθε έλικας, με συνέπεια την ταχεία και ακριβή ταυτοποίησή του. Σε επιχειρησιακό επίπεδο τα υποβρύχια μπορούσαν (με εκπαιδευμένο πλήρωμα) να αυξήσουν την μέση απόσταση εντοπισμού στόχου κατά 30-60% περίπου! Αυτό πρακτικά έδωσε τη δυνατότητα προσαρμογής των υφιστάμενων τακτικών στα νέα δεδομένα, καθώς η επιτυχία εξαρτάται και από την ικανότητα ταχέως εντοπισμού και ταυτοποίησης του στόχου.

Χάρη σε αυτές τις προσθήκες και τις εν γένει αναβαθμισμένες δυνατότητες των υποβρυχίων Type 209/1100 και Type 209/1200 τα στελέχη της ΔΥ έδωσαν πλέον έμφαση σε εξαιρετικά πολύπλοκα τακτικά σενάρια βολής τορπιλών γυμνασίων, τα οποία σε αντίθεση με τα τεχνικά, δεν είναι γνωστή η θέση εκκίνησης και τα στοιχεία πλεύσης, δηλαδή πορεία και ταχύτητα, των στόχων. Το προσωπικό της ΔΥ άρχισε πλέον να δίνει βαρύτητα σε ομοίως πολύπλοκα τακτικά σενάρια επιχειρήσεων κατά υποβρυχίων, με ή χωρίς βολή τορπίλης. Όπως αναφέρει στο εξαίρετο βιβλίο των Αλέξανδρου Μαδωνή, Γεώργιου Χατζηγεωργίου «Ελληνικά Υποβρύχια 1885-2010» (Εκδόσεις Κλειδάριθμος, Αθήνα 2010): «… Οι ασκήσεις εναντίον υποβρυχίων είναι για τον διοικητή ο καθρέφτης της προσωπικότητας των κυβερνητών του και της οργάνωσης και εκπαίδευσης των πλοίων του! Αποτελούν το βασικό πεδίο «ευγενούς» ανταγωνισμού μεταξύ κυβερνητών, αλλά και μεταξύ των πληρωμάτων. Το «σκορ» το οποίο τυχαίνει συνεχούς ενημέρωσης, είναι τοιχοκολλημένο στο επιτελείο της διοίκησης και σε όλα τα υποβρύχια κατά τη διάρκεια των ασκήσεων. Τα πειράγματα από τα υποβρύχια τηλέφωνα δίνουν και παίρνουν. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ακόμα και ο μάγειρας αγωνιά και βγαίνει από την κουζίνα του ρωτώντας: « τον πιάσαμε ρε παιδιά;». Δεν γίνεται βέβαια συζήτηση για την ετήσια αντίστοιχη διασυμμαχική άσκηση «Noble Manta», από την οποία είναι καλύτερα να μην επιστρέψει κάποιος αν δεν είναι τουλάχιστον δεύτερος σε απόδοση». Τα προαναφερόμενα απηχούν την βαρύτητα που δίνεται στα τακτικά σενάρια στην αντιμετώπιση εχθρικών υποβρυχίων, τα οποία σε γενικές γραμμές είναι του ίδιου τύπου με τα ελληνικά με τη διαφορά ότι ενσωματώνουν κάποια τουρκικά υποσυστήματα και είναι εξοπλισμένα με τορπίλες τύπου DM2A4 και Mk24 Mod 2 Tigerfish.


Τα υποβρύχια αποτελούν το κατεξοχήν στρατηγικό όπλο 
της χώρας
με πεδίο εφαρμογής την ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου.  
ΦΩΤΟ: www.hellenicnavy.gr
Τη δεκαετία του 80 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 90 οι τακτικές των ελληνικών υποβρυχίων επικεντρωνόταν στην από βάθος διαδοχική προσβολή στόχων, εκτοξεύοντας διπλές σύγχρονες βολές τορπιλών από μεγάλες αποστάσεις, πέρα από το όριο εντοπισμού των εχθρικών ανθυποβρυχιακών μονάδων. Οι τακτικές αυτές υιοθετήθηκαν επειδή τα εχθρικά αντιτορπιλικά (σ.σ. τύπου FRAM, Gearing, Fletcher, Allen M. Sumner, κ.α.) και οι πρώτες φρεγάτες της περιόδου (Knox, Standard) χρησιμοποιούσαν τις κλασικές τακτικές εντοπισμού υποβρυχίων μέσω ξεπερασμένων ανθυποβρυχιακών αισθητήρων, βασιζόμενες στο υδροφωνικό αποτέλεσμα. Η δεκαετία του 90 το υποβρύχιο σταδιακά άρχισε να αισθάνεται αυξημένη «ανασφάλεια» καθώς οι ναυπηγικές καινοτομίες στη σχεδίαση σκαφών και συστημάτων πρόωσης επέφεραν δραστική μείωση του υδροφωνικού αποτελέσματος των ανθυποβρυχιακών μονάδων. Παράλληλα αναπτύχθηκαν νέες παραπλανητικές τακτικές και επεκτάθηκε η χρήση ελικοπτέρων και αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας. Οι εξελίξεις αυτές επέφεραν αλλαγές στις τακτικές των υποβρυχίων, καθώς έπρεπε να αυξηθεί ο χρόνος παραμονής σε περισκοπικό βάθος με σκοπό να επιτευχθεί μέσω της συνδυασμένης χρήσης αισθητήρων υποκλοπής ραντάρ και του ορίζοντα του περισκοπίου, η έγκαιρη προειδοποίηση παρουσίας εχθρικών στόχων, για να ακολουθήσει ο οπτικός εντοπισμός και η αναγνώρισή τους. Φυσικά αυτό αύξανε κάθετα την πιθανότητα εντοπισμού τους από τον εχθρό καθώς λαμβανόταν υπόψη και ένας άλλος – επίσης επικίνδυνος – παράγοντας που σχετιζόταν με τις θερμοκρασίες του βυθού. Οι κυβερνήτες οδηγούσαν τα σκάφη τους σε βάθη – στα οποία αύξαναν τον χρόνο παραμονής τους – που κείτονταν πάνω από τα «φιλικά» προς το υποβρύχιο θερμοκρασιακά στρώματα, για να έχουν καλύτερες πιθανότητες εντοπισμού στόχων, οι οποίοι έπλεαν με ταχύτητες χαμηλού θορύβου. Στην πράξη και στις δύο περιπτώσεις το υποβρύχιο εκτιθόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα και κινδύνευε με εντοπισμό.

Το υποβρύχιο από τη φύση του αποτελεί έναν εξαιρετικά δύσκολο αντίπαλο τόσο από πλευράς εντοπισμού, όσο και από εξουδετέρωσης. Οι επιτελείς γνωρίζουν ότι τα αθόρυβα συμβατικά υποβρύχια, τα οποία φέρουν υψηλών επιδόσεων όπλα και επιχειρούν σε περιοχές παρακτίων υδάτων (littoral warfare) συνιστά για τα πλοία επιφάνειας μια από τις μεγαλύτερες απειλές. Ιδιαίτερη μάλιστα απειλή αποτελούν τα συμβατικά υποβρύχια εκτοπίσματος 1.100-1.400 τόνων, καθώς και οι πιο εξελιγμένοι τύποι τους που διαθέτουν συστήματα AIP, γεγονός που τους παρέχει δυνατότητα συνεχούς παραμονής σε κατάδυση για χρονική περίοδο 15-25 ημερών, χωρίς την ανάγκη χρήσης αναπνευστήρα (σ.σ. snorkeling). Η νέα εποχή και οι τεχνολογικές της εξελίξεις δυσκόλεψαν ακόμη περισσότερο το επιχειρησιακό περιβάλλον εντός του οποίου καλείται να δράσει το υποβρύχιο.

Συστήματα νυκτερινής όρασης, ραντάρ χαμηλής ισχύος – τα οποία υποκλέπονται πολύ δύσκολα – ενεργητικά σόναρ χαμηλής συχνότητας με αυξημένες δυνατότητες εντοπισμού, παραπλανητικά τορπιλών, συγκροτούν μια διαρκή εξελισσόμενη απειλή η οποία περιορίζει το τακτικό πλεονέκτημα των υποβρυχίων. Για τον σκοπό αυτό το ΠΝ επέλεξε να προχωρήσει ένα βήμα εμπρός και παράλληλα με τις εξελίξεις επιλέγοντας το Type 214, τα οποία αναδιαμορφώνουν τις τακτικές καθώς διαθέτουν προηγμένα συστήματα υποβρύχιας ναυτιλίας για βέλτιστη εκμετάλλευση του υποθαλάσσιου γεωγραφικού περιβάλλοντος, συν το σύστημα αναερόβιας πρόωσης AIP. Ισχυρό σημείο της κλάσης αποτελεί το ολοκληρωμένο σύστημα μάχης ISUS 90-15 στο οποίο ενσωματώνονται σειρά αισθητήρων υψηλής τεχνολογίας. Τα Type 214 φέρουν επίσης το σύστημα αντιμέτρων κατά τορπιλών Circe, προσδίδοντας στο σκάφος αυτοπροστασία και μεγαλύτερη τακτική ευελιξία.

Σε μια ενδεχόμενη σύγκρουση Ελλάδας και Τουρκίας οι τακτικές που αναμένεται ότι θα εφαρμοστούν από τα δύο ναυτικά μεταξύ υποβρυχίων δεν θα παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές, καθώς οι δύο χώρες χρησιμοποιούν υποβρύχια παρόμοιων δυνατοτήτων, ενώ το μοναδικό Type 214 που πλέει με ελληνικά χρώματα δεν φέρει σύγχρονες τορπίλες βαρέως τύπου, οι οποίες θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν πλήρως τα τεχνολογικά πλεονεκτήματα που ενσωματώνει το ISUS.     


Η προστασία των θαλάσσιων γραμμών επικοινωνίας
και ο θαλάσσιος έλεγχος περιλαμβάνονται μεταξύ των
αποστολών των ελληνικών υποβρυχίων.
ΦΩΤΟ: www.ellinikos-stratos.com

Επίλογος 

Καθώς έχουμε εισέλθει στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, το υποβρύχιο έχει επωμισθεί και άλλα καθήκοντα, όπως σε στρατηγικό επίπεδο στη συλλογή πληροφοριών και στην προσβολή στόχων ξηράς, παράλληλα με την βασική αποστολή του η οποία είναι η αμφισβήτηση του θαλάσσιου ελέγχου του αντιπάλου. Οι εξελίξεις στις τακτικές υποβρυχίων λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τις αναβαθμισμένες δυνατότητες των ανθυποβρυχιακών μέσων και αισθητήρων, όπως τα νέα ενεργητικά συστήματα σόναρ χαμηλών συχνοτήτων (μονοστατικά ή πολυστατικά Low Frequency Actice Sonars – LFAS), τα οποία ερευνούν και εντοπίζουν συμβατικά υποβρύχια που επιχειρούν σε παράκτια και περιορισμένα ύδατα. Ένας άλλος κίνδυνος προέρχεται από την απειλή των τορπιλών βαρέως τύπου, ο οποίος αντιμετωπίζεται τεχνολογικά μέσω της έρευνας και ανάπτυξης συστημάτων και αισθητήρων υψηλής συχνότητας, broadband sonars και ειδικές τεχνικές επίθεσης. Εκτός αυτών δεν θα πρέπει να λησμονούμε τις θαλάσσιες νάρκες, οι οποίες αποτελούν ένα φθηνό αλλά πολύ αποτελεσματικό μέσο άμυνας, για τις οποίες αναπτύσσονται και ολοκληρώνονται στα υποβρύχια προηγμένα συστήματα αποφυγής ναρκών.

Προκειμένου να εμπλουτίσουμε στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου τις όποιες ειδικές γνώσεις των αναγνωστών, πρέπει να προσθέσουμε επίσης δύο σημαντικά ραγδέως εξελισσόμενα δεδομένα. Το πρώτο αφορά την λεγόμενη Ταχεία Περιβαλλοντολογική Εκτίμηση (Rapid Enviromental Assesment - REA) που αποσκοπεί στην απόκτηση στοιχείων (μετεωρολογικών, ωκεανογραφικών) σε πραγματικό χρόνο, από επιλεγμένες περιοχές ενδιαφέροντος (π.χ. παράκτια ύδατα), επειδή εμφανίζουν αυξημένη μεταβλητότητα (τοπική και χρονική). Η συγκέντρωση των στοιχείων πραγματοποιείται με δορυφόρους τηλεπισκόπησης, αισθητήρες (παρασυρόμενους, ή σταθερούς), με τη χρήση λέιζερ. Το δεύτερο αφορά την ταχύτατη ανάπτυξη της μικροηλεκτρονικής (VLSI τσιπς) σε συνδυασμό με ηλεκτρονικούς υπολογιστές που χρησιμοποιούν προηγμένους επεξεργαστές μεγάλης ισχύος. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την σχεδίαση και κατασκευή συστημάτων σόναρ με πολύ πιο αυξημένες επιχειρησιακές δυνατότητες, πολύ μικρότερου κόστους! Σημειώνεται ότι το Τουρκικό Ναυτικό έχει προχωρήσει στη συνεργασία με ερευνητικά ιδρύματα με σκοπό την εγχώρια σχεδίαση, ανάπτυξη και κατασκευή συστημάτων διαχείρισης μάχης, σόναρ, καθώς και του προγράμματος «εθνικής» τορπίλης. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει η κατασκευή συστημάτων υποβρύχιας και επιφανειακής παρατήρησης και εντοπισμού στόχων με σκοπό την εγκατάστασή τους στις ναυτικές βάσεις στο Ακσάζ και στην Φώκαια. Το σύστημα ονομάστηκε Yunus (δελφίνι) και αποτελείται από σειρά τουρκικής σχεδίασης υποβρύχιων ακουστικών αισθητήρων (ενεργητικών και παθητικών) με σκοπό την έγκαιρη προειδοποίηση και εντοπισμό υποβρυχίων, βατραχανθρώπων και μίνι-σκαφών, καθώς και υποβρύχιων μη επανδρωμένων συστημάτων. Οι πληροφορίες που θα συλλέγονται από τους αισθητήρες θα συγκεντρώνονται στη συνέχεια σε ένα ενιαίο κέντρο όπου θα γίνεται σύντηξη, ανάλυση και εκμετάλλευσή τους.

Σήμερα ο παθητικός σιωπηλός πόλεμος στο Αιγαίο μπορεί να μετατραπεί σε ενεργό, γεγονός που θα θέσει σε άμεση επιχειρησιακή λειτουργία τα όποια σχέδια και τακτικές υποβρυχίων υφίστανται και από τις δύο πλευρές. Τότε θα κριθεί ποια πλευρά διαθέτει όχι τα πιο εξελιγμένα όπλα, αλλά την καλύτερη εκπαίδευση, τα στελέχη της θα είναι πρωταθλητές της υποβρύχιας σιωπής, θα διέπονται από σιδερένια πειθαρχία και τέλος θα είναι οι πιο αποφασισμένοι να νικήσουν… 

Ο παράγων τορπίλη 

Όπως είναι γνωστό το ΠΝ χρησιμοποιεί δυο κυρίους τύπους τορπιλών καθώς στερείται μια σύγχρονης βαρέως τύπου, σε αντίθεση με το Τουρκικό Ναυτικό που έχει προμηθευτεί τις DM2A4 και Tigerfish. Τα πρώτα υποβρύχια Type 209 έφεραν την γερμανικής κατασκευής SST-4 (Special Surface Target) Mod 0 και Mod 1 της AEG-Telefunken AG. Πρόκειται για ένα όπλο παλαιού τύπου (σ.σ. εξαγωγική έκδοση της DM2A1 Seal) που κινείται με ηλεκτρισμό και καθοδηγείται προς τον στόχο ενσύρματα. Βάλλεται αποκλειστικά κατά στόχων επιφανείας και έχει βάθος λειτουργίας τα 100 μέτρα. Αναπτύσσει ταχύτητα 23-24 κόμβων και έχει εμβέλεια (ανάλογα με την ταχύτητα) της τάξης των 12,7 και 28 χιλιομέτρων. Η δεύτερη κύρια τορπίλη των ελληνικών υποβρυχίων είναι η SUT (Surface & Underwater Target) Mod 0 και Mod 1 είναι επίσης γερμανικής κατασκευής της AEG-Telefunken AG. Ομοίως πρόκειται για παλαιάς τεχνολογίας κατασκευής ηλεκτροκίνητης τορπίλης ενσύρματης καθοδήγησης, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά στόχων επιφανείας αλλά και κατά υποβρυχίων. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία φέρεται να έχει επιχειρησιακό βάθος λειτουργίας που κυμαίνεται από 2 έως 460 μέτρα. Αναπτύσσει ταχύτητα 18 κόμβων (σε φάση έρευνας), 23 κόμβων (χαμηλή) και 34 κόμβων (υψηλή). Η εμβέλειά της διαμορφώνεται αναλογικά σε 26, 28,5 και 12 χιλιόμετρα. Το ΠΝ χρησιμοποιεί και την αμερικανικής κατασκευής Mk-37 της Westinghouse. Η Mk-37 είναι ηλεκτροκίνητη τορπίλη ενσύρματης καθοδήγησης κατά στόχων επιφανείας και υποβρυχίων, με τεχνολογία που άγεται στο τέλος του Β΄ΠΠ (σ.σ. ξεκίνησε το 1946 και οι πρώτες εκδόσεις Mod 0 δεν διέθεταν καλώδιο καθοδήγησης). Είναι ένα όπλο μειωμένων επιχειρησιακών δυνατοτήτων εμβέλειας 8 έως 17 χιλιομέτρων.


H τορπίλη DM2A4 ΦΩΤΟ: www.zonamilitar.com.ar

Στην άλλη πλευρά του Αιγαίου όμως ο αντίπαλος έχει εντάξει στο οπλοστάσιό του δύο σημαντικά ατού: α) την τορπίλη DM2A4 Seahake και β) την Mk-24 Mod 2 Tigerfish. Η πρώτη είναι γερμανικής κατασκευής της STN Atlas Elektronik και ανήκει στην πλέον εξελιγμένη γενιά τορπιλών. Αποτελεί εξέλιξη της DM2A3, καθοδηγείται προς τον στόχο ενσύρματα και είναι διπλού ρόλου (κατά επιφανείας και υποβρυχίων). Για την πρόωση χρησιμοποιεί ηλεκτροκινητήρα διέγερσης μόνιμου μαγνήτη και αναπτύσσει ταχύτητα βηματιστικής ρύθμισης που κυμαίνεται από 25 έως 52 κόμβους. Φέρει αισθητήρα αναζήτησης ενεργής/παθητικής για έρευνα και εγκλωβισμό στόχων. Ένα πολύ ενδιαφέρον σημείο στη σχεδίαση της DM2A4 αφορά την σπονδυλωτή κατασκευή του ηλεκτρικού συσσωρευτή, ο οποίος είναι δύο, τριών ή τεσσάρων τμημάτων, με σκοπό τον καθορισμό των επιδόσεων (ταχύτητας και εμβέλειας) σε συνδυασμό με τη χρήση κατάλληλων προπελών (ανάλογα με την εντολή). Η τορπίλη ελέγχεται μέσω οπτικής ίνας αντί του κλασικού χάλκινου αγωγού καθοδήγησης , παρέχοντας στο υποβρύχιο τη δυνατότητα λήψης ακουστικού διαύλου για περισσότερο επεξεργασία δεδομένων. Η συγκεκριμένη τορπίλη μπορεί να φθάσει σε εμβέλεια τα 100 χιλιόμετρα, όμως το ισχυρότερο σημείο δεν προέρχεται από την απόσταση, αλλά από άλλες επιχειρησιακές δυνατότητες που ενσωματώνει. Μια από αυτές αφορά τον αισθητήρα απόνερων και τον αλγόριθμο απόρριψης των ρυμουλκούμενων παρεμβολέων θορύβου (από πλοίο επιφανείας).

Το έτερον όπλο των τουρκικών υποβρυχίων ακούει στο όνομα Tigerfish και κατασκευάζεται από την Marconi Underwater Systems. Είναι επίσης ηλεκτροκίνητη τορπίλη, διπλού ρόλου με ταχύτητα που κυμαίνεται από 24 έως 36 κόμβους και εμβέλειας για την Mod 2 29 και 18 χιλιόμετρα (σ.σ. όταν αυξάνεται η ταχύτητα μειώνεται η εμβέλεια). Θεωρείται ως μια από τις πλέον αθόρυβες τορπίλες βαρέως τύπου, γεγονός που λειτούργησε υπέρ της απόκτησής της από το Τουρκικό Ναυτικό.


Φαίνεται πως η τουρκική πλευρά απολαμβάνει ένα επιχειρησιακό πλεονέκτημα λόγω του προβαδίσματος που έχει αποκτήσει μέσω της προμήθειας συγχρόνων τορπιλών βαρέως τύπου. Ωστόσο όπως μας εξήγησαν οι αξιωματικοί των υποβρυχίων στους οποίους απευθυνθήκαμε για περισσότερη ενημέρωση, η οποία για προφανείς λόγους δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτυπωθεί, η επιχειρησιακή πραγματικότητα στο Αιγαίο είναι διαφορετική. Το περιβάλλον καθορίζει τους «κανόνες» και όχι κατ’ αποκλειστικότητα τα όπλα, όσο πολυδιαφημισμένα κι αν είναι…


πηγή Περί Αλός 

Βιβλιογραφία

Τιμόθεος Γ. Μασούρας, Θωμάς Π. Κατωπόδης, Τα Ελληνικά Υποβρύχια, (2 τόμοι), Εκδόσεις «Ναυτικόν Μουσείον της Ελλάδος», Πειραιάς 2010.

Αλέξανδρος Μαδωνής, Γεώργιος Μαστρογεωργίου, Ελληνικά Υποβρύχια 1885-2010, Εκδόσεις «Κλειδάριθμος», Αθήνα 2010.

Γεώργιος Α. Σάγος, Νικόλαος Γ. Μαλαχίας, Αρχές υδροακουστικής και συστημάτων sonar, Εκδόσεις «Παπασωτηρίου», Αθήνα 2003. 

Χρήστος Δ. Μηνάγιας, Η γεωπολιτική στρατηγική και η στρατιωτική ισχύς της Τουρκίας, Εκδόσεις «Τουρίκη», Αθήνα 2010.

Δεν υπάρχουν σχόλια: