23 Φεβρουαρίου 2011

Άγκυρες, Βαρούλκα και Ρεμέτζα στην αρχαία Ελλάδα.

Κρίστυ Εμίλιο Ιωαννίδου

Συγγραφεύς - Ναυτικός, μέλος Ελληνικής Εταιρίας Στρατηγικών Μελετών (ΕΛ.Ε.Σ.ΜΕ.)


Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ναυτική Ελλάς»,
τεύχος 888, σελ. 82, Σεπτέμβριος 2007,
έκδοση της Ελληνικής Θαλάσσιας Ένωσης / ΓΕΝ.


Διαβάζοντας τόσα θαυμάσια πράγματα για την ναυτιλία των αρχαίων Ελλήνων αφήνουμε στην άκρη κάποια τα οποία μας φαίνονται απλά ή τα έχουμε ως δεδομένα. Άραγε αναρωτήθηκε κανείς τι είδους εξαρτήματα χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες για την αγκυροβολία;
Η ομοιότητες του χθες με του σήμερα πραγματικά είναι εκπληκτικές.
Η συγκράτηση του σκάφους επιτυγχάνεται –από την απώτερη αρχαιότητα- με το βασικότερο εξάρτημα αγκυροβολίας, την άγκυρα. Παράλληλα γίνονταν χρήση σχοινίων. Η διαδικασία δεν έχει αλλάξει. Όπως σήμερα, έτσι και τότε συνήθιζαν να ρίχνουν την άγκυρα από την πλώρη ενώ η πρύμνη προσδένονταν στην ξηρά με σχοινιά, τα οποία όπως θα δούμε παρακάτω, ονόμαζαν «πρυμνήσια». Με αυτό τον τρόπο μπορούσε να γίνει η φόρτο-εκφόρτωση από την πρύμνη ενώ με την πλώρη στραμμένη στο πέλαγος να είναι το πλοίο ετοιμόπλοο.
Φυσικά υπήρχαν περιπτώσεις όπου η αγκυροβολία επιτυγχάνονταν σε όρμο ή γενικότερα στ’ ανοιχτά της θαλάσσης. Σε αυτήν την περίπτωση οι αρχαίοι Έλληνες ναυτικοί χρησιμοποιούσαν τη λέξη «μετέωρος» για να ορίσουν αυτό που σήμερα λέμε «αρόδο».
«και επειδή ο στόλος δεν είχε πλησίον της ξηράς μέρος για ν’ αγκυροβολήσει, τα πληρώματα για να γευματίσουν, απεβιβάζοντο εκ περιτροπής από τα διάφορα πλοία, ενώ τα επίλοιπα έμεναν αγκυροβολημένα στο ανοικτό πέλαγος»
«Στενοχωρία τε εν ολίγω στρατοπεδευομένοις εγίγνετο, και των νεών ουκ εχουσών όρμον αι μεν σίτον εν τη γη ηρούντο κατά μέρος, αι δε μετέωροι ώρμουν» (Θουκυδίδου, Ιστοριών Δ, 26)
Όσο αφορά στην άγκυρα, την σημερινή της ονομασία την πήρε από τον Πίνδαρο. Η άγκυρα είναι συγγενική λέξη προς τις λέξεις:
α) αγκύλη (η καμπή του βραχίονος, αλλά και η θηλειά, ο βρόχος),
β) αγκάλη (ο κεκαμμένος βραχίων) αλλά και
γ) αγκών.
Ουσιαστικά όλες οι παραπάνω λέξεις περιγράφουν το σχήμα της άγκυρας.
Κατά τον Όμηρο όμως δεν συναντάται η λέξη άγκυρα. Στην θέση της χρησιμοποιείται η λέξη «ευνή».
«έριξαν δε άγκυρα»
«εκ δ’ ευνάς έβαλον» (Ομήρου, Ιλιάς, Α 436).
Αρχικώς «ευνή» σήμαινε κλίνη και γενικά παν μέρος όπου μπορούσε να κοιμηθεί κανείς. Ήταν η φωλιά του πτηνού, η κοίτη του λαγού κ.ο.κ. Το ρήμα ευνάω σημαίνει αποκοιμίζω, καθησυχάζω, καταπραΰνω. Το πλοίο λοιπόν «φωλιάζει», «κοιμάται» στον λιμένα «στρώνοντας» την ευνή του.
Η ευνή ήταν από λίθο την οποία τρυπούσαν κι έμπηγαν μέσα στις τρύπες ξύλινους πασσάλους με αιχμηρές άκρες ώστε να γαντζώνονται στον βυθό και να συγκρατούν καλλίτερα το πλοίο.
Η εξέλιξη σε αυτό το εξάρτημα δεν άργησε να φανεί. Τόσο στο υλικό όσο και στο σχήμα. Σιδερένιες άγκυρες σε όλα τα μεγέθη έκαναν την εμφάνιση τους μεγαλόπρεπα ιδιαίτερα στα μεγάλα σκάφη όπου ήταν οι κύριες άγκυρες ενώ υπήρχαν και οι ξύλινες που τις κρατούσαν για εφεδρικές.
«υπήρχαν τέσσερεις ξύλινες κι οχτώ σιδερένιες άγκυρες»
«άγκυραι δε ήσαν ξύλιναι μεν τέτταρες, σιδηραί δ’ οκτώ» (Αθηναίου, Δειπνοσοφιστών, Ε 208e)
Φυσικά υπήρχε και η «ιερά άγκυρα» ή «ιερό σκεύος». Ήταν η ισχυρότερη άγκυρα του πλοίου που φυλάσσονταν σε περίπτωση εσχάτου ανάγκης. Πρόκειται για την άγκυρα που σήμερα καλούμε σπιράντζα.
Θα πρέπει να πούμε επίσης ότι όπως σήμερα διακρίνουμε διάφορους τύπους αγκυρών ( για παράδειγμα την κοινή ή τσιπάδα ή τύπου Αγγλικού Ναυαρχείου, την τύπου Bruce, την Danforth, την Hall, το τεσσαροχάλι κ.ο.κ.) έτσι και στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν ονόματα στις άγκυρες τα οποία ενδεχομένως καθόριζαν διάφορους τύπους. Στο «Ονομαστικόν» του Ιουλίου Πολυδεύκους (θ 93), συναντάμε την αμφίβολον (αμφί + βάλλω = πλήττω, κτυπώ) και την αμφίστομον (αμφί + στόμα). Αυτές είχαν δύο αιχμές, δύο νύχια όπως η σημερινή κοινή άγκυρα (τσιπάδα) ή Αγγλικού Ναυαρχείου. Αναφέρεται επίσης και η ετερόστομος (έτερος + στόμα) με ένα νύχι, όπως η σημερινή CQR ή ο μονοδόντης.
Με τι έδεναν όμως τις άγκυρες;
Έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι οι άγκυρες δένονταν τόσο με σχοινιά όσο και με αλυσίδες. Βέβαια η χρονολογία όπου εμφανίστηκε η αλυσίδα είναι ακαθόριστη. Υπάρχει όμως μια κωμική αφήγηση από τον Ηρόδοτο για την μάχη των Πλαταιών (Καλλιόπη 74). Εκεί αναφέρεται ένας πολεμιστής από την Δεκέλεια, ο Σοφάνης, ο οποίος είχε πάντοτε κρεμασμένη στην ζώνη με μια χάλκινη αλυσίδα μια μικρή άγκυρα. Όταν οι εχθροί έρχονταν εναντίον του την «φουντάριζε» στο έδαφος ώστε να μην το βάλει στα πόδια ακόμη κι αν ήθελε, ενώ αντίθετα, όταν νικούσε την «βιράριζε», την έβαζε στην ζώνη του και τους κατεδίωκε.
Όσο αφορά στα σχοινιά οι αρχαίοι Έλληνες ναυτικοί φρόντιζαν να ασχοληθούν ιδιαίτερα με την τέχνη αυτή ώστε από γενιά σε γενιά να περάσουν μέχρι τις ημέρες μας αυτά ακριβώς που έκαναν τότε. Από τον Ηρόδοτο μαθαίνουμε ότι για την κατασκευή των σχοινιών προτιμούσαν ως υλικό την κάνναβη (Ηρόδοτος Δ’ 74). Μετά περνούσαν στο πλέξιμο στο οποίο έδιδαν ιδιαίτερη σημασία. Πραγματικά το θεωρούσαν τέχνη. Τα χονδρά σχοινιά τα έπλεκαν με λεπτότερα (Αριστοφάνους, Ειρήνη, 36). Το πλέξιμο έπρεπε να ήταν καλοδουλεμένο, έπρεπε τα έμπολα να είναι καλοπλεγμένα για να έχουν μεγάλο όριο θραύσεως. Αυτό, το καλοπλεγμένο σχοινί το καλούσαν ευστρεφές (Απολλωνίου Ροδίου, Αργοναυτικών Α’ 368).
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι υπήρχαν, εκτός από τους ναύτες που κατείχαν γερά την τέχνη των σχοινιών, και κάποιοι που θεωρούνταν ειδικοί. Αυτοί ήταν οι σχοινοσυμβολείς (Πολυδεύκους, Ονομαστικόν, Θ’ 84).
Αφού λοιπόν τα έπλεκαν με ιδιαίτερη προσοχή, στην συνέχεια τα κέδρωναν, τα εμβάπτιζαν σε θερμή κεδρία (πίσσα), για να αντέχουν στην υγρασία (Αθηναίου, Δειπνοσοφιστών, Ε’ 40 [206f]).
Για κάθε χρήση είχαν και τα ανάλογα σχοινιά. Όπως ακριβώς και σήμερα έχουμε, για παράδειγμα, τα σχοινιά της πρύμνης, τις πρυμάτσες, έτσι και τότε τα σκάφη τους διέθεταν «πρυμνήσια»:
«ο Άργος έλυσε τα πρυμνήσια από την θαλασσόβρεχτη πέτρα»
« πρυμνήσια δε σφισιν Άργος λύσεν υπέκ πέτρης αλιμυρός» (Απολλωνίου Ροδίου, Αργοναυτικών Α’ 912)
Επίσης υπήρχαν οι κάλοι, σχοινιά που τα συναντούμε και ως πρύμνης αλλά και ως ρυμουλκήσεως.
«Μετά από αυτό οι Συρακούσιοι επιβιβάστηκαν στα πλοία ενώ δε τα ρυμούλκησαν με κάλους, κατευθυνόμενοι προς την Μεσσήνη»
«Και μετά τούτο των Συρακοσίων εσβάντων ες τας ναυς και παραπλεόντων από κάλω ες την Μεσσήνη» (Θουκυδίδου, Ιστοριών, Δ’ 25)
Από την ίδια λέξη, κάλως, έχουμε τα καλώδια, μικρότερα σχοινιά τα οποία χρησίμευαν για πολλαπλές εργασίες.
Ασφαλώς δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε τα σχοινιά εκείνα που εξασφαλίζουν την σωστή πρόσδεση ενός σκάφους ώστε να μην απομακρύνεται από την θέση του. Ο λόγος για τα «ρεμέτζα» τα οποία στην αρχαία ελληνική γλώσσα είχαν το όνομα «πείσματα».
«τράβηξαν τότε τα ρεμέτζα και έχυσαν στην θάλασσα το κρασί για σπονδή»
«είλκετο δ’ ήδη πείσματα και μέθυ λείβον ύπερθ’ αλός» (Απολλωνίου Ροδίου, Αργοναυτικών Α’ 534)
Ενδεχομένως να μην γνωρίζουμε το «ρεμέτζο» ως λέξη τι ιστορία μπορεί να έχει αλλά σίγουρα το «πείσμα» έχει την αρχαιότερη! Πρώτα απ’ όλα έχει ενδιαφέρον να δούμε λίγο την έννοια του: πείσμα = αρχικώς σήμαινε αυτό που δύναται κάποιος να έχει εμπιστοσύνη, το αντικείμενο εμπιστοσύνης. (Ιωάννου Σταματάκου «Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης») Αργότερα, με το πέρασμα των χρόνων η λέξη πήρε μεταφορική έννοια και σήμερα σημαίνει την ισχυρή επιμονή σε μια γνώμη ή πράξη. Και οι δύο έννοιες όμως, εκφράζουν κάτι το ισχυρό, κάτι το οποίο σε «κρατάει» δυνατά από κάτι. Έτσι λοιπόν το πείσμα ήταν το σχοινί «εμπιστοσύνης», αυτό που κρατούσε δυνατά το σκάφος από τις δυνάμεις που τείνουν να το μετακινούν, δηλαδή, τον άνεμο το ρεύμα, τον κυματισμό. Η ηλικία του είναι τόσο παλιά που δεν μπορούμε με ακρίβεια να πούμε πότε πρωτοανακαλύφθηκε. Πάντως από τα ομηρικά χρόνια ήταν ήδη σε κοινή χρήση.
«Έχει και λιμάνι με καλό αραξοβόλι, που δεν χρειάζονται ρεμέτζα, ούτε να ρίχνουν άγκυρες, ούτε να δένουν πρυμάτσες…»
«Εν δε λιμήν εύορμος, ιν’ ου χρεώ πείσματος εστιν, ουτ’ ευνάς βαλέειν ούτε πρυμνήσι’ ανάψαι…» (Ομήρου, Οδύσσεια, ι 136)

Τα εξαρτήματα και τα μέσα αγκυροβολίας που διέθεταν για να συγκρατούν το σκάφος αρόδο, ή στη θέση πρόσδεσης σε συνδυασμό με τα σχοινιά δεν ήταν μόνο η άγκυρα και τα χέρια του πληρώματος. Φανταστείτε πώς θα μπορούσαν να «βιράρουν» μια άγκυρα ενός γιγαντιαίου πλοίου, όπως για παράδειγμα του σαραντάκουπου πλοίου του Πτολεμαίου του Φιλοπάτορος το οποίο είχε ολικό μήκος (L.O.A.) 280 πήχεων, ήτοι 128,8 μέτρων, μόνο με την βοήθεια των χεριών;
Για το λόγο αυτό υπήρχαν ξύλινα βαρούλκα τα οποία ονόμαζαν «στροφεία» (από το ρήμα στρέφω) πρόκειται για αυτά που σήμερα καλούμε βαρούλκα ή τονοδηγούς. Επίσης υπήρχαν ειδικά εργαλεία που βοηθούσαν στο «βιράρισμα» της φουνταρισμένης άγκυρας. Αυτά ονομάζονταν «περιαγωγείς» (από το ρήμα περιάγω = περιφέρω, περιστρέφω) και ήταν μηχανήματα τα οποία με περιστροφική κίνηση ανέσυραν την φουνταρισμένη άγκυρα. (Κοινώς: εργάτες άγκυρας, ή μποζεργάτες).
«οι άγκυρες μπροστά, τα βαρούλκα, οι μποζεργάτες… όλα μου φάνηκαν θαυμάσια»
«και προ τούτων αι άγκυραι και στροφεία και περιαγωγείς…πάντα μοι έδοξεν» (Λουκιανού, Πλοίον ή Ευχαί, 6)
Και όλα αυτά τα σχοινιά πάνω στο σκάφος πού δένονταν; Πολλές φορές τα είχαν συσπειρωμένα, τα τύλιγαν για αποθήκευση σε κάποια γωνιά. Αυτό που σήμερα λέμε ντουκάρισμα των σχοινιών (επειδή κάθε βόλτα του σχοινιού ονομάζεται ντούκα) οι αρχαίοι ναυτικοί το έλεγαν «σπείρα». Ασφαλώς δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε να αναφέρουμε και την ύπαρξη της δέστρας την οποία καλούμε στην κοινή ναυτική ορολογία κοτσανέλο ή μπίντα. Στην αρχαία ελληνική είχε το όνομα «περόνη» και ήταν η γνωστή μεταλλική δέστρα του πλοίου η οποία ήταν γερά στερεωμένη στο κατάστρωμα και χρησίμευε στην τύλιξη των σχοινιών.
«τότε τύλιξαν τους κάβους ξεχωριστά γύρω από τις γυαλιστερές περόνες»
«επ’ ικριόφιν δε καλώας ξεστήσιν περόνησι διακριδόν
αμφιβαλόντες» (Απολλωνίου, Ροδίου, Αργοναυτικών, Α 567)

Πηγή: Περί Αλός

Δεν υπάρχουν σχόλια: