Τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, για τις προοπτικές του ελληνικού παραδοσιακού ναυτιλιακού μοντέλου, μέσα στο ένα νέο πολύπλοκο και πολύ απαιτητικό οικονομικό περιβάλλον και τις λεπτές ισορροπίες που πρέπει να διατηρηθούν, κατέδειξαν, χθες, στο πλαίσιο της εκδήλωσης «Pireas 2011», που διοργανώνει κάθε δύο χρόνια το Σωματείο Μεσιτών Ναυτιλιακών Συμβάσεων, οι κ.κ. Γιάννης Λύρας και Λεωνίδας Δημητριάδης - Ευγενίδης.
Μετά το χαιρετισμό του προέδρου του Σωματείου, Γιάννη Παχούλη, την αρχή έκανε ο εφοπλιστής, κ. Λύρας, διευθυντής της Paralos Marime και μέλος του δ.σ. της Ενωσης Ελλήνων Εφοπλιστών ο οποίος εξέφρασε την πεποίθησή του, ότι δεν μπορεί κανείς να κάνει προβλέψεις στη ναυτιλία. Υπογράμμισε ότι η Κίνα θα συνεχίσει να αυξάνει το μερίδιό της στη ναυτιλία τα επόμενα χρόνια, όμως κατέθεσε την πεποίθησή του ότι και η ελληνική ναυτιλία θα συνεχίσει να διαδραματίζει τον ίδιο πρωταγωνιστικό ρόλο στη διεθνή ναυτιλία.
Οπως υπογράμμισε, ελπίζει ότι οι ρυθμιστικές αρχές και ο τραπεζικός τομέας θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν την ελληνική ναυτιλιακή βιομηχανία, μια βιομηχανία που, όπως τόνισε, είναι η ενσάρκωση του επιτυχημένου μοντέλου των ιδιωτικών επιχειρήσεων, που χαρακτηρίζονται από ανθεκτικότητα και δυναμισμό.
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του Ιδρύματος Ευγενίδου και ταμίας του δ.σ. της ΕΕΕ Λεωνίδας Δημητριάδης - Ευγενίδης, παρουσιάστηκε περισσότερο απαισιόδοξος από τον κ. Λύρα, αναφέροντας ότι υπάρχει ήδη μια στροφή προς την Ανατολή, περιοχή στην οποία υπάρχει συσσώρευση τεράστιας ρευστότητας.
Σημείωσε, επίσης, ότι η πίεση θα συνεχίσει να αυξάνεται για τους μικρούς και μεσαίους παίκτες, οι οποίοι θα πρέπει να είναι σε εγρήγορση. Κλείνοντας, έδωσε έναν τόνο αισιοδοξίας, επισημαίνοντας ότι η προηγούμενη τοποθέτηση είναι πολύ πιθανό να αποδειχθεί λανθασμένη.
Το παραδοσιακό μοντέλο
Σύμφωνα με τον κ. Λύρα, τα τρία θέματα που απασχολούν σήμερα την παγκόσμια οικονομία είναι η ανταγωνιστικότητα, η κερδοφορία και η πρόσβαση σε κεφάλαια.
Αναφορικά με την ανταγωνιστικότητα, επισήμανε ότι η φορτηγός ναυτιλία είναι το χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας πλήρως ανταγωνιστικής αγοράς, διότι πληροί δύο προϋποθέσεις: Διαθέτει δηλαδή ένα μεγάλο αριθμό «παικτών», οι οποίοι έχουν εύκολη πρόσβαση ή έξοδο από την αγορά. Αυτές οι δύο προϋποθέσεις εγγυώνται τον υγιή και θεμιτό ανταγωνισμό και όχι οι τομείς που κυριαρχούνται από ένα μικρό αριθμό όλο και μεγαλύτερων εταιρειών που προτιμούν να μειώσουν τον ανταγωνισμό.
Αναφορικά με την κερδοφορία, ο κ. Λύρας κατέθεσε ένα ερώτημα που έχει να κάνει με τις ηθικές διαστάσεις του επιχειρείν: «Πότε το κέρδος είναι αρκετό, συγκριτικά με τις εισηγμένες και τις μη εισηγμένες ναυτιλιακές εταιρείες;».
Σε ό,τι αφορά την πρόσβαση σε κεφάλαια, τόνισε ότι οι μεγάλες αλλαγές στη ναυτιλιακή αγορά, την τελευταία δεκαετία, κατέδειξαν ότι η ναυτιλία θα παραμείνει για πάντα ένας δυνητικά πολύ σημαντικός τομέας για όσα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κατανοούν τα χαρακτηριστικά του.
Είναι προς το συμφέρον των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων να εξασφαλίσουν ότι οι μικροί πλοιοκτήτες θα παραμείνουν σε ικανούς αριθμούς. Είμαστε όλοι εξοικειωμένοι με το αίσθημα ότι «οι τράπεζες δεν θα πρέπει να είναι όπως κάποιος που σας δανείζει μια ομπρέλα όταν ο ήλιος λάμπει και τη ζητεί πίσω, όταν αρχίζει να βρέχει».
Η προσαρμοστικότητα
Σύμφωνα με τον κ. Λύρα, η προσαρμοστικότητα και ευελιξία ήταν πάντα τα κύρια χαρακτηριστικά των μικρών ανεξάρτητων ναυτιλιακών ελληνικών εταιρειών. «Το ''μυστικό'' της επιτυχίας και η επιβίωση των Ελλήνων εφοπλιστών -τολμώ να πω- βρίσκεται στα ''γονίδια'', βρίσκεται στη ναυτική παράδοση, την ανθεκτικότητα και την ανάληψη κινδύνων, αλλά και στην προσήλωση σε δύο φράσεις από την εποχή του Σωκράτη και του Κομφούκιου, που σημαίνουν ουσιαστικά το ίδιο πράγμα. ''Μηδέν άγαν'' και ''μέτρον άριστον''», ανέφερε.
Μεγάλη χωρητικότητα
Η υπερπροσφορά χωρητικότητας αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους για τη διατήρηση της ισορροπίας στην παγκόσμια ναυτιλιακή βιομηχανία, σύμφωνα με τα όσα ανέφερε ο κ. Ευγενίδης.
«Κάποια γεγονότα, όπως οι πλημμύρες στην Αυστραλία και ο σεισμός στην Ιαπωνία (για τα οποία κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τις μακροπρόθεσμες συνέπειες), τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, μπορεί να επιφέρουν αύξηση της ναυλαγοράς μεταξύ του 6% και 7%», ανέφερε και προσέθεσε:
«Η συγκεκριμένη αύξηση, σε συνδυασμό με την αναμενόμενη αύξηση στη δραστηριότητα της βιομηχανίας διαλύσεως πλοίων, που, σύμφωνα με τους ειδικούς, μπορεί να φτάσει τα 40 εκατ. dwt το 2011, μπορεί να αποτελέσει ακόμα έναν παράγοντα μείωσης της πίεσης στη ναυλαγορά. Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να σημειώσω τα 30 εκατ. dwt που πουλήθηκαν για διάλυση το 2010, συμπεριλαμβανομένων 158 ελληνόκτητων πλοίων, που αντιστοιχούν στο 12,6% του παγκόσμιου όγκου διαλύσεων πλοίων», ενώ τόνισε:
«Παρ' όλα αυτά, το μεγάλο ερώτημα παραμένει: Αν τέτοιοι παράγοντες μπορεί να απορροφήσουν τον αντίκτυπο από την εισροή παγκόσμια ενός πολύ μεγάλου αριθμού νεότευκτων πλοίων».
Οπως τόνισε ο κ. Δημητριάδης, ανεξάρτητα από τις εξελίξεις σε γεωπολιτικό επίπεδο, τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και στην περιοχή, και όσο και αν η Ινδία και η Κίνα συνεχίσουν να ωθούν θετικά τη ναυλαγορά, πίεση θα υπάρχει.
«Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να θέσω το θέμα της συσσώρευσης κεφαλαίων σε όλο και λιγότερους παίκτες, σε συνδυασμό με το ''σφίξιμο'' της παραδοσιακής χρηματοδότησης. Αναμένεται να αναδειχθεί ως κρίσιμη η συμμετοχή σημαντικών επενδυτικών σχημάτων στη ναυτιλία και η ισορροπία που θα διατηρηθεί μεταξύ της βραχυπρόθεσμης κερδοσκοπίας και της υγιούς πρακτικής στη ναυτιλία», υπογράμμισε.
Ταυτόχρονα, επισήμανε ότι η συνθήκη της Βασιλείας ΙΙΙ θα ασκήσει ακόμα περισσότερη πίεση στις ναυτιλιακές εταιρείες και, ειδικότερα, στις μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις του κλάδου.
Ο κ. Λεωνίδας Δημητριάδης - Ευγενίδης δεν παρέλειψε να αναφερθεί στη μεγάλη προσφορά της ελληνόκτητης ναυτιλίας στην οικονομία της χώρας. Στη δεκαετία 2000 - 2010, η ναυτιλία συνεισέφερε 140 δισ. ευρώ σε εισπράξεις από ξένο συνάλλαγμα στην Ελλάδα.
Αυτό αντιστοιχεί στο ήμισυ του συνολικού δημόσιου χρέους της χώρας το 2009 που ισοδυναμούσε με 280 δισ. ευρώ, ήτοι 3,5 φορές των εισπράξεων της Ελλάδας από την Ε.Ε. για την περίοδο 2000 - 2013, που ανέρχονται σε 46 δισ. ευρώ (26 δισ. ευρώ από το Τρίτο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης και 20 δισ. ευρώ από το Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς). Οι θεαματικές αυτές εισροές οφείλονται σε 750 ναυτιλιακές εταιρείες ελληνικών συμφερόντων.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΤΣΙΜΠΛΑΚΗΣ - atsimp@naftemporiki.gr
Πηγή: naftemporiki
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου