Αδέλφια ήταν ο Μίμης και ο Θανάσης. Νικητιανοί, παιδιά του καραβοκύρη του Γιώργη του «Κάτσουλα». Παιδαρέλια ακόμα, συνοδεύοντας τον πατέρα τους, μπήκαν στη θάλασσα, βούτηξαν στα βαθιά.
Λίγο αργότερα έφηβοι, μόνοι τους, καραβοκύρηδες οι ίδιοι, με το καμάρι τους τη “Σιθωνία” τη μεγάλη, ένα γερό 17μετρο, 55τονο, πανέμορφο, καλλίγραμμο σκαρί, που ναυπήγησε για λογαριασμό τους ο θρύλος της ξυλοναυπηγικής μας, ο γερο – Σούφης, …όργωναν τις θάλασσες.
Ταξίδια πολλά, ταξίδια ρουτίνας αλλά και απίστευτων περιπετειών. Ο Μίμης πάντα προνοητικός και νοικοκύρης, ό,τι του έπεφτε στα χέρια του το αποθήκευε, το φύλαγε σαν τα μάτια του. Ένα άχρηστο χοντρό στραβό καρφί που το ίσιωνε, μια βίδα, ένα «μπουλόνι», ένα «παξιμάδι», μια «ροδέλα», ένα κομμάτι χοντρό σύρμα, ένα κομμάτι χοντρό γερό σχοινί, ένα κομμάτι χοντρής γερής αλυσίδας… Τα φύλαγε σε μια άκρη, στο αμπάρι μέσα σε «φουκάδες». «Ήξερα πως ένα απ’ αυτά θα μου έσωζε, κάποτε, τη ζωή», μου έλεγε.
Παραμονή Χριστουγέννων του 1959 ήταν, το ημερολόγιο έγραφε Ευγενίας Οσιομάρτυρος… Σαλπάρησαν στις 03.00΄μετά τα μεσάνυχτα, – Χριστούγεννα θα ξημέρωνε -, με την “Σιθωνία” την μεγάλη, φορτωμένη μέχρι τα «μπούνια» ελαιοπυρήνες, από το γραφικό λιμανάκι του Αγίου Δημητρίου (Πυργαδίκια), της Χαλκιδικής, να πάνε στην Εύβοια, στο Αλιβέρι, να ξεφορτώσουν εκεί, στο μεγάλο υπερπιεστήριο.
Λογάριαζαν, μετά από ταξίδι 28 ωρών, να φτάσουν στον προορισμό τους, στις 26 του μήνα ώρα 07.00΄ πρωινή, να προφτάσουν ν’ ανάψουν και από ένα κεράκι στη χάρη της Μεγαλόχαρης που γιόρταζε εκείνη τη μέρα (Η Σύναξις της Θεοτόκου). Ήταν βαθιά θρησκευόμενοι, ο Μίμης και ο Θανάσης. Το εικόνισμα του προστάτη τους, του Άι – Νικόλα και το εικόνισμα του Άι – Νικήτα, προστάτη όλων μας, μαζί με το μόνιμα αναμμένο κόκκινο ηλεκτρικό καντηλάκι, ήπαν σε περίοπτη θέση στο «πρυμιό σπιράγιο», (ξύλινο κουβούκλιο, στην πρύμνη), της μεγάλης “Σιθωνίας” τους.
Ο καιρός καλός, «κάλμα μπουνάτσα», κι όλα έδειχναν πως θα είχαν καλό ταξίδι. Λογάριαζαν όμως χωρίς τον χιονιά και τον… Άθωνα. Άξαφνα, «πλάκωσε» ένας χιονιάς, από αυτούς που έρχονται από Ρωσία με ριά και που περνούν και από τον δικό μας τον Άθωνα, συνοδευόμενος από ένα ελαφρύ, στην αρχή, αεράκι, που άρχισε σιγά – σιγά να ρυτιδώνει τη θάλασσα.
Καμιά ανησυχία για τους συνηθισμένους σ’ αυτά, τον Μίμη και τον Θανάση.
Και μόλις που είχαν ανοιχτεί μεσοπέλαγα κι είχαν βάλει ρότα για τα δικά μας, της χερσονήσου της Σιθωνίας μας τα ακρωτήρια, τον Ψευδόκαβο, το Δρέπανο (Άμπελος), τον “Αρματωλό” και τα “Καρτάλια”, – έτσι τα λένε οι ναυτικοί μας -, με σκοπό να τα «καβατζάρουν» και να συνεχίσουν το ταξίδι τους, έγινε το απρόσμενο. Έσπασαν οι χοντρές βίδες και στην συνέχεια το «κόπλερ» που συνδέει την μηχανή της “Σιθωνίας”, – μια 50άρα «Αξελός» -, με τον άξονά της, μεταδίδοντάς του την περιστροφική κίνηση. Έτσι, ο… απελευθερωμένος πια άξονας μαζί με την «προπέλα» (έλικα), λόγω της κεκτημένης κίνησης του καϊκιού προς τα εμπρός και της αντίστασης του θαλασσινού νερού στην ακινητοποιημένη τώρα προπέλα, γλίστρησαν προς τα πίσω, προς τα έξω, και η προπέλα με τα… φτερά της… αγκάλιασε και μπλοκάρισε το κατακόρυφο ξύλινο στέλεχος του τιμονιού.
Παρά τις αγωνιώδεις προσπάθειες του Μίμη να ξεμπλοκάρει το τιμόνι, η “Σιθωνία” έμεινε ν’ αρμενίζει ακυβέρνητη, «ξυλάρμενο». Και δεν ήταν μόνο αυτό. Ο Χολομώντας, ο μεγάλος ορεινός όγκος της Χαλκιδικής μας, και τα άλλα γειτονικά κορφοβούνια ο Κάκκαβος και ο δικός μας ο Τραγουντέλης, ζήλεψαν φαίνεται την αποκλειστικότητα του Άθωνα κι άρχισαν κι αυτά, ένα – ένα, να… ξεφυσούν, ίσια θαρρείς, κατά πάνω στo πλεούμενο.
Δημιουργήθηκε έτσι ένα έντονο καιρικό φαινόμενο, ένα μικρό, τηρουμένων και των αναλογιών για την μικρή θάλασσα του Σιγγιτικού, μα επικίνδυνο «μπρεβέντζο»*, με τον χιονιά να συνεχίζει, τους αέρηδες να διαγκωνίζονται μεταξύ τους λυσσομανώντας και το κύμα να θεριεύει και να δέρνει ανελέητα την βαρυφορτωμένη και ακυβέρνητη “Σιθωνία”. Κινδύνευε να την παρασύρουν και να την τσακίσουν, είτε στα βράχια της Αρκούδας, είτε της χερσονήσου του Αγίου Όρους, είτε στα νησιά της Βουρβουρούς, είτε να την «ξουριάσουν» στην ακτή Σαλονικιού είτε να την ρίξουν «γιαλό» στην Αμμουλιανή και στις ξέρες της.
Η Παναγία μας, όμως, η Μαρία, που τους έβλεπε από το Περιβόλι της να θαλασσοδέρνονται και που εκείνες τις ώρες, πριν χρόνια πολλά, έφερνε στη γη τον «νοητόν Ήλιον της Δικαιοσύνης»… «εν Σπηλαίω χωρούμενον τον αχώρητον» επι-φώτισε τον Μίμη. Το μυαλό του δούλεψε, έφερε στροφές, …«στροφάρησε», λένε οι ναυτικοί μας. Θυμήθηκε το μικρό, σχετικά, κομμάτι της χοντρής, γερής, αλυσίδας που φύλαγε κάτω στο αμπάρι. Την έφερε επάνω, πίσω στην πρύμνη, έδεσε στην κάθε μια από τις δύο άκρες της από ένα γερό χοντρό σχοινί, ένα «παλαμάρι». Έδεσε το ένα παλαμάρι, στον δεξί πίσω «μπαμπά» (χοντρές, γερές ξύλινες εξοχές για το δέσιμο της «καδένας» της άγκυρας), και το άλλο παλαμάρι, στο «άλμπουρο», στο κατάρτι.
Έπιασαν, με τον Θανάση, από τις άκρες της, την δεμένη αλυσίδα, την πέρασαν πίσω από το μπλοκαρισμένο κατακόρυφο ξύλινο στέλεχος του τιμονιού και σιγά και προσεκτικά την άφησαν να γλιστρήσει και να ποντισθεί στη θάλασσα, μέχρι που ακούμπησε την προπέλα.
Την… ψάρεψαν κι όταν ένοιωσαν πως η αλυσίδα μπήκε ανάμεσα στα φτερά της προπέλας και την… αγκάλιασε, πήραν τα «μπόσ’κα» στο παλαμάρι που ήταν δεμένο στον «μπαμπά», το έδεσαν πάλι γερά και το άλλο το παλαμάρι, το πέρασαν πίσω από το «άλμπουρο» (κατάρτι), τράβηξαν γερά και οι δυο μαζί, «καργάρισαν» και έγινε το θαύμα. Η προπέλα και ο άξονας… επέστρεψαν στη θέση τους – το ένιωσαν και στο τράβηγμα -, απελευθερώνοντας το τιμόνι.
Έδεσαν γερά το παλαμάρι στο κατάρτι, σήκωσαν και το «στάτζιο», το τριγωνικό πανί μεταξύ του καταρτιού και της πλώρης και το έδεσαν κι εκείνο γερά στο «κοράκι» του «ποδόσταμου» του πλωριού. Ο Μίμης τώρα, καθισμένος πίσω στην «μπαγκάτσα» (ξύλινος, χαμηλός πάγκος) της πρύμνης, με το δοιάκι στα χέρια του, με τη μηχανή αναγκαστικά σβηστή, με μόνη βοήθεια το «στάτζιο», με «μανούβρες», με μαεστρική πλοήγηση, έφερε την… τραυματισμένη, τη βαρυφορτωμένη, μεγάλη “Σιθωνία”, στο απάγκιο του Όρμου της Παναγίας, (περιοχή του Αγίου Νικολάου της Χαλκιδικής).
Το Θείον Βρέφος που εκείνες τις ίδιες ώρες ερχόταν επί της γης να σώσει τον κόσμο από τις αμαρτίες του, έσωσε τον Μίμη, τον Θανάση και τη «Σιθωνία» τους και τους οδήγησε με ασφάλεια στην αγκαλιά του Όρμου της Παναγίας.
Ξημέρωνε, Χριστούγεννα, ο χιονιάς συνέχιζε απτόητος. Στην ανατολική μεριά του Όρμου, στο μικρό καρνάγιο, στην μικρή του παράγκα, ο γερο – καραβομαραγκός, ο Θασίτης, ξεχασμένος απ’ τους δικούς του, ναυάγιο της ζωής αυτός, παρέα με δύο «μαγκούφηδες» ψαράδες, – μοναχικές ψυχές κι αυτοί -, προσπαθούσαν να ζεσταθούν γύρω απ’ τη μικρή ξυλόσομπα, που «κόρωνε».
Σαν είδαν από μακριά, μέσα στη θολούρα του χιονιά, το αχνό περίγραμμα του καϊκιού, ο γερο – Θασίτης, τους είπε κατηγορηματικά: «τα… «παιδιά» είναι, κανένας άλλος δεν αρμενίζει μ’ αυτό το καιρό». Παιδιά αποκαλούσε ο γερο – ναυπηγός τους νεαρούς τον Μίμη και τον Θανάση, που τους αγαπούσε σαν παιδιά του και που κι εκείνοι τον αγαπούσαν σαν πατέρα τους.
Σε λίγο ο χιονιάς και η καταιγίδα θα είχαν κοπάσει, τα «παιδιά», οι θαλασσόλυκοι, θα πατούσαν το πόδι τους στην ανατολική ακρογιαλιά του Όρμου της Παναγίας, ο ήλιος θα είχε ξεπροβάλλει, λαμπρός, πίσω από τον Άθωνα, ναι χαιρετίσει κι αυτός την έλευση του Σωτήρος ημών…
μπρεβέντζο (το) = Απότομη αλλαγή της διεύθυνσης του ανέμου σε μεγάλη κακοκαιρία, μεγάλος κυματισμός, μεγάλη θαλασσοταραχή)
Παγχαλκιδικός Λόγος
Περιοδική έκδοση του Παγχαλκιδικού Συλλόγου «Ο Αριστοτέλης»
ΕΥΧΟΣ 49ο • Οκτώβριος – Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2021
Η εικόνα δημιουργήθηκε για τον Αβέρωφ με την χρήση προγράμματος Τεχνητής Νοημοσύνης.





Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου