1 Ιουνίου 2023

Το πασαπόρτι

Γράφει ο Ιωάννης Μ. Μιχαλακόπουλος 

Ο Μιχαλάκης μεγάλωσε στον Άγιο Σέργιο Αμμοχώστου, ακούγοντας από τη γιαγιά του, τη Χρυσταλλού, φρικιαστικές διηγήσεις για την εισβολή των Οθωμανών στο νησί το 1570. Οι σφαγές των αμάχων και οι άγριες λεηλασίες, που συνέβησαν περίπου δύο αιώνες πριν αυτός γεννηθεί, του σκοτείνιαζαν τη σκέψη. Συνάμα, η αβάσταχτη ζωή του ραγιά στοίχειωνε τα όνειρα τού ρωμαλέου νεαρού ξυλουργού από τα Βαρώσια.
 
Το καλοκαίρι του 1821, όταν ξέσπασε πάλι το τρανό κακό στην Κύπρο, δεν άντεξε άλλο. Με τη βοήθεια δυο φίλων του Αρμένηδων μπήκε σε ένα ρούσικο σιτοκάραβο και σάλπαρε για την Ελλάδα, ώστε να πολεμήσει από εκεί τον Αγαρηνό. 
 
Έτσι, ο Μιχαήλ (Μικές) Κυπραίος έφτασε στα Ψαρά τον Οκτώβριο κι έπιασε αμέσως δουλειά στον ταρσανά του λιμανιού. Οι παλιοί καραβομαραγκοί εκτίμησαν την ευστροφία και τη σωματική του δύναμη. Γρήγορα τον έστειλαν πίσω από το μόλο, στο «κρυφό» καρνάγιο του Μαστραποστόλη, όπου έφερναν κάποια ξοφλημένα ιστιοφόρα και τα μετέτρεπαν σε… πυρπολικά. Τα καλαφατίσματα και τα πετσώματα τον ενθουσίασαν. Η σκληρή εργασία πάνω σε αυτό το καινούργιο θαλάσσιο «όπλο», έδωσε άλλο νόημα στη ζωή του. Τα βράδια κοιμόταν ελάχιστες ώρες, ενώ κατηφόριζε αξημέρωτα με το σκεπάρνι και τη ματσόλα του, για να βοηθήσει στα τρυπήματα που έπρεπε να γίνουν στο κατάστρωμα∙ εκεί όπου θα στοιβαζόταν μετά η μπαρούτη, μαζί με τα φρύγανα και το κατράμι. 
 
Πέρναγαν οι βδομάδες και οι μήνες, αλλά κάτι ανεκπλήρωτο εξακολουθούσε να καίει την καρδιά του Μιχάλη. Δεν μπορούσε να ησυχάσει, συμμετέχοντας μόνο στη διαμόρφωση του «ηφαιστείου πλοίου». Ήθελε να μπει ο ίδιος στο πλήρωμα που θα κόλλαγε το επόμενο μπουρλότο σε κάποιο βατσέλο του εχθρού, φρεγάδα, κορβέτα ή ντελίνι! 
 
Ο καπετάν-Κωνσταντής, ο βραχύσωμος αρχιπυρπολητής με το αστραποβόλο βλέμμα, τον επέλεξε χωρίς δεύτερη σκέψη. Η άνοιξη τέλειωνε και το αίμα των Ρωμιών κόχλαζε για εκδίκηση ύστερα από το μακέλεμα των γυναικόπαιδων στη μυροβόλο Χιο, εκείνον τον Απρίλη. Ο χρόνος πίεζε ασφυκτικά! Οι Τούρκοι έπρεπε να πάθουν γρήγορα ένα μεγάλο τράκο στο Αιγαίο. 
 
Αρκετά μίλια μακρύτερα οι νησιώτες κομαντάντηδες είχαν ήδη αποφασίσει να επιτεθούν την πρώτη βδομάδα του Θεριστή. Εκεί, προς το τέλος του Ραμαζανιού, οι Έλληνες θα χτυπούσαν αιφνιδιαστικά στην καρδιά του εχθρικού στόλου που είχε αγκυροβολήσει έξω από τη Χώρα της πληγωμένης Μαστιχομάνας. Στα Ψαρά, σαν έφτασε το μαντάτο πως ντόπιο μπουρλότο θα εκτελούσε αυτή την αποστολή «θανάτου», χάρηκε όλος ο κόσμος. Έξω από το κρασοπουλειό του Σιδέρη στήθηκε σωστό πανηγύρι! Την άλλη μέρα βέβαια, ήταν όλα πανέτοιμα και οι παράτολμοι συντροφοναύτες, αφού προσευχήθηκαν και μετάλαβαν στην εκκλησιά τ’ Αη-Νικόλα, πιάσαν τα πόστα τους στο παλιό ιστιοφόρο. 
 
Σάλπαραν με συνοδεία ένα υδραίικο μπρίκι προς το μπογάζι της βόρειας Χίου. Νύχτα αφέγγαρη τους βρήκε κρυμμένους στα περάσματα των Οινουσών, με το ευνοϊκό μαϊστράλι να έχει κοπάσει. Σκοτάδι πίσσα απλωνόταν παντού και το τσούρμο είχε αρχίσει να απελπίζεται από την άπνοια. Μόνον ο βλοσυρός τιμονιέρης, ο Καραβόγιαννος με τ’ όνομα, έδειχνε να μην ανησυχεί καθόλου. 
 
«Μπονάτσα αναθεματισμένη… Λες κι ο Θεός βάλθηκε να σώσει τους πασάδες!», μουρμούρισε το παλληκάρι από την Αμμόχωστο προς τον λιγομίλητο πηδαλιούχο. 
 
«Μη χάνεις την πίστη σου, Μικέ! Μη χαμπαριάζεις! Γρήγορα θα γυρίσει το μελτέμι. Πάντα έτσι γίνεται σε τούτα τα νερά…», είπε ο Γιάννος, σαν να προσπαθούσε μέσα του κάτι να ξορκίσει…
 
Το βοριαδάκι φύσηξε και σε λίγο αχνοφάνηκε η φωταγωγημένη αρμάδα. Ήταν το τελευταίο βράδυ πριν από το Μπαϊράμι και οι Τούρκοι ξεφάντωναν με ζουρνάδες, νταούλια, κρέατα και σερμπέτια. Το σχέδιο που είχε κατά νου ο Κωσταντής, ήταν να μπει μουλωχτά ανάμεσα στα εχθρικά πλοία και να φτάσει ως τη Ναυαρχίδα τους, την Καπιτάνα. Σε αυτήν θα είχαν μαζευτεί οι σερασκέρηδες του Οθωμανικού Στόλου, για να γλεντήσουν με την ψυχή τους. Εκεί θα κόλλαγε το μπουρλότο! 
 
Έτσι, το «ηφαίστειο πλοίο» γλίστρησε δίπλα στις φρεγάδες, ώσπου αντίκρισε την πελώρια, ολόλαμπρη Καπιτάνα. Ο πλοίαρχος Κωσταντής με κοφτές κουβέντες λέει στους μαρινάρους να ρίξουν τη σκαμπαβία στη θάλασσα και να έχουν τους γάντζους στα χέρια τους… 
 
«Για κοιτάτε δω! Αν δεν σιγουράρουμε καλά το μπουρλότο πάνω στην Καπιτάνα, κανείς δεν κατεβαίνει στη βάρκα». 
 
Η τελική επίθεση έχει αρχίσει. Με μιαν ακόμα αποφασιστική μανούβρα, ο Καραβόγιαννος ισιώνει το τιμόνι και χώνει το μπαστούνι της πλώρης του πυρπολικού μέσα σε μιαν ολάνοιχτη μπουκαπόρτα της Ναυαρχίδας! Οι μαρινάροι εκσφενδονίζουν τους γάντζους και τους τεζάρουν στα παραπέτα και στ’ άλμπουρα της Καπιτάνας! Ξαφνικά, οι νταουλιέρηδες σταματάνε και η φρουρά των Τούρκων αρχίζει να πυροβολεί προς το μπουρλότο. 
 
«Στη σκαμπαβία!», βρυχάται ο πλοίαρχος και το ηρωικό τσούρμο ορμάει από τις ανεμόσκαλες στη λέμβο της σωτηρίας. Τελευταίος φεύγει ο καπετάν- Κωσταντής μαζί με τον Μιχάλη ο οποίος -έχοντας το ρόλο του πυροδότη- κρατά στο χέρι του το δαυλό κι ανάβει τα φιτίλια! Φλόγες τυλίγουν μονομιάς το πυρπολικό. Οι συντροφοναύτες κωπηλατούν με όλη τους τη δύναμη για να απομακρυνθούν, μα η σκαμπαβία δεν ξεκολλάει από το μπουρλότο. Η καρένα της έχει μπλεχτεί με κάτι λιανόσκοινα που δεν την αφήνουν να κουνηθεί. Τα βόλια πέφτουν πλέον σα χαλάζι! Τότε, αρπάζει ο Μικές έναν μπαλτά που ήταν αφημένος στα πόδια του, κοπανάει με λύσσα τους ξεφτισμένους κάλους και τους κόβει! Η βάρκα γρήγορα απομακρύνεται. Φωτιά απλώνεται σε όλη την Καπιτάνα, μέχρι την πυριτιδαποθήκη… Μια φοβερή έκρηξη κάνει τη νύχτα μέρα. Αγάδες, μπέηδες και εκατοντάδες δύσμοιροι ναύτες χάνονται στο τριζοβόλημα του μπαρουτιού και της θάλασσας… 
 
Τα επόμενα χρόνια, ο Μιχαήλ Κυπραίος ακολούθησε τα ψαριανά πανιά από τη Σάμο και την Τένεδο μέχρι την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, ενώ υπήρξαν φορές που γλίστρησε την τελευταία στιγμή -ανεξήγητα πώς- μέσ’ από τ’ αλμυρό σφιχταγκάλιασμα του Χάρου. 
 
Μετά τον Αγώνα βρέθηκε στ’ Ανάπλι μαζί με κάτι συντοπίτες του. Είχε όμως έντονη την επιθυμία να πατήσει και πάλι τα χώματα της Κύπρου, οπότε ακολούθησε χωρίς δισταγμούς τη ρότα της επιστροφής. Καθώς πλησίαζε στο λιμάνι της Λάρνακας, έσφιξε ασυναίσθητα στα χέρια του το μοναδικό «παράσημο» που έλαβε από το γκουβέρνο της καινούργιας Ελλάδας. Ήταν το διαβατήριο, το πασαπόρτι του! Ατενίζοντας τα σύννεφα που στεφάνωναν το Σταυροβούνι, σκέφτηκε για μια στιγμή πως σύντομα –πολύ σύντομα!- θα ελευθερωνόταν και η δικιά του, ιδιαίτερη πατρίδα από τους κατακτητές…
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: