Στις 8 Σεπτεμβρίου 1822 ο τουρκικός στόλος, προερχόμενος από τη Μονεμβασία,
κίνησε προς ανεφοδιασμό του Παλαμηδίου στο Ναύπλιο, το οποίο
πολιορκούσαν από στεριάς δυνάμεις του Δημητρη Υψηλάντου και από θαλάσσης
δυνάμεις της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας. Φθάνοντας στον χώρο ανάμεσα στο
Τρίκερι και τη Σπετσοπούλα, οι τουρκικές δυνάμεις βρέθηκαν αντιμέτωπες με τον στόλο των τριών νησίων της Ελλάδος, των Σπετσών, της Υδρας και των Ψαρών.
Ο ναύαρχος του ελληνικού στόλου, Ανδρέας Μιαούλης, έδωσε διαταγή να κινηθεί ο ελληνικός στόλος προς το εσωτερικό του Αργολικού Κόλπου, για να εγκλωβίσει εκεί τους πολυαριθμότερους και καλύτερα εξοπλισμένους Τούρκους.
Προκειμένου, όμως, να αφήσουν τις Σπέτσες ανυπεράσπιστες στο έλεος
των Τούρκων, οι Σπετσιώτες πλοίαρχοι Ι. Τσούρπας, Δ. Λάμπρου (ή
Λεωνίδας) και Ι. Κούτσης, καθώς και ο Υδραίος Αντώνιος Κριεζής,
αγνόησαν το σήμα του Μιαούλη και επετέθησαν εναντίον των Τούρκων. Η
σφοδρότητα της ναυμαχίας έκανε το έδαφος να σείεται στην Ύδρα, από όπου
όσοι παρακολουθούσαν τα γεγονότα έβλεπαν τόσο καπνό που νόμιζαν ότι οι
Σπέτσες καίγονται. O Σπετσιώτης πυρπολητής Κομσάς Μπαρμπάτσης (1792-1887), αψηφώντας τα κανόνια, τη φωτιά και τον καπνό, όρμησε με το πυρπολικό
του στο κέντρο του τουρκικού σχηματισμού, κατορθώνοντας να φθάσει στη
ναυαρχίδα των εχθρών, στην οποία έβαλε φωτιά. Η τουρκική ναυαρχίδα κάηκε
και βούλιαξε—σύμφωνα με την παράδοση μπροστά στο λιμάνι. Η ενέργεια του
Μπαρμπάτση ήταν καθοριστική για την έκβαση της ναυμαχίας, και ο
τουρκικός στόλος υποχώρησε άπρακτος, με αποτέλεσμα το Ναύπλιο να πέσει
δυόμιση μήνες αργότερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου