26 Μαρτίου 2015

Πυρπολικά: Οι "κατευθυνόμενες" βόμβες της Επανάστασης του 1821.

 
Το λεγόμενο πυρπολικό πλοίο υπήρξε το κατεξοχήν ιστιοφόρο καταδρομικό πλοίο στις θαλάσσιες πολεμικές επιχειρήσεις των Ελλήνων κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821. 
 
Τα πυρπολικά ήταν παλιά πλοία, ή πλοία πολύ φτηνής κατασκευής, γεμάτα με εύφλεκτα υλικά. Χρησιμοποιούνταν για να βάλουν φωτιά σε εχθρικά πλοία ή να προκαλέσουν πανικό στο πλήρωμα τους. Αγκιστρώνονταν πάνω στα εχθρικά πλοία και κατόπιν το πλήρωμα έβαζε φωτιά με αποτέλεσμα να ακολουθήσει έκρηξη ή μεγάλη πυρκαγιά. Το πλήρωμα του πυρπολικού εγκατέλειπε το πλοίο λίγο πριν αυτό εκραγεί.
 
Ιστορική χρήση
 
Τα πυρπολικά πλοία, μεγάλα ή συνηθέστερα μικρά σκάφη, ήταν σε χρήση ήδη από τη αρχαιότητα, με πιο γνωστή περίπτωση εκείνη στην Τύρο, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της από τον Μέγα Αλέξανδρο. Εκεί όμως δεν χρησιμοποιήθηκαν εναντίον άλλων πλοίων, αλλά από τους κατοίκους της Τύρου για να κάψουν τον ξύλινο μώλο που κατασκεύαζαν στη θάλασσα οι Μακεδόνες προκειμένου να φτάσουν στην πόλη και να την καταλάβουν.
 
Η παλαιότερη αναφορά που έχουμε για χρήση πυρπολικών εναντίον εχθρικών πλοίων αφορά τη χρήση του από τους Συρακούσιους κατά του αθηναϊκού στόλου στην εκστρατεία στη Σικελία (415-413 π.Χ.). Μια άλλη γνωστή ιστορική περίπτωση έρχεται από το έτος 208 μ.Χ., όταν ο Κινέζος πολέμαρχος Χουάνγκ Γκάι χρησιμοποίησε ένα πυρπολικό γεμάτο με ξερά κλαδιά και λίπος για να καταστρέψει τον εχθρικό στόλο στη Ναυμαχία των Κόκκινων Λόφων.
 
Η εφεύρεση του υγρού πυρός από τους Βυζαντινούς το 673 μ.Χ. είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της χρήσης των πυρπολικών[εκκρεμεί παραπομπή]. Αργότερα, κι άλλοι λαοί χρησιμοποίησαν αυτοί την τεχνική, όταν διαδόθηκε. Τα χρόνια που ακολούθησαν τα πυρπολικά ήταν εφοδιασμένα με σκοινιά βουτηγμένα στο λίπος και το μπαρούτι. Θεωρούνταν αποτελεσματικά ενάντια στις γαλέρες. Κατά τις Σταυροφορίες η χρήση τους ήταν πολύ διαδεδομένη. Οι Ρώσοι κατέστρεψαν το Τουρκικό στόλο το 1770 στο Τσεσμέ με χρήση πυρπολικών. Τα πλοία αυτού του τύπου σταμάτησαν να χρησιμοποιούνται τον 19ο αιώνα.
 
Κατά την ελληνική επανάσταση
 
Το ελληνικό πυρπολικό κατά τον αγώνα του 1821 είναι πλέον σκάφος επανδρωμένο με «έδρα» είτε συγκεκριμένο λιμάνι στο οποίο παρέμενε, είτε ελεύθερο στο πέλαγος («πελαγίσιο») που αναζητούσε στόχο.
 
Κατά τη «πυρπόληση» έπρεπε να προσκολληθεί και να προσδεθεί άρρηκτα με το εχθρικό πλοίο πολύ πολύ γρήγορα, στη συνέχεια να τεθεί σ΄ αυτό «πυρ» και έγκαιρα να εγκαταλειφθεί από το πλήρωμά του. Είναι προφανές ότι σε τέτοια επιχείρηση εκτός του θάρρους, της αποφασιστικότητας αλλά και της ψυχραιμίας απαιτείτο και πλήρης συντονισμός ενεργειών Πλοιάρχου και πληρώματος.
 
Το Πυρπολικό του 21 οφείλει τη πρώτη του κατασκευή στον Παργινό Ιωάννη Δημουλίτσα με το παρωνύμιο «Πατατούκος», ο οποίος από μικρός δούλευε σε ψαριανά καράβια και στα ταξίδια του γνώρισε τα μυστικά της κατασκευής των πυρπολικών. Στον Κων. Νικόδημο το πυρπολικό πλοίο οφείλει την τελειοποίησή του.
 
Πρώτη επιτυχής χρήση του επανδρωμένου πυρπολικού έγινε στις 27 Μαΐου 1821 στην Ερεσσό όπου οι Τούρκοι απώλεσαν ένα αξιόλογο πλοίο «γραμμής». Αναδειχθείς πρώτος Πυρπολητής] ο Παπανικολής. Τότε ξένος παρατηρητής σημείωνε «...τελικά οι Έλληνες βρήκαν το όπλο της Επανάστασης!» Μετά από αυτό το γεγονός οι Πρόκριτοι εγκρίνανε μετατροπές παλαιών ιστιοφόρων σε πυρπολικά εξαγοραζόμενα από τη τότε κυβέρνηση αντί 25.000 και 45.000 γρόσια με ισόποση περίπου δαπάνη για τη μετατροπή τους.
 
Κατασκευή και τακτική
 
Η μετατροπή γινόταν ως εξής: άνοιγαν κατα μήκος του καταστρώματος σε κάθε πλευρά κυκλικά ανοίγματα («ρούμπους») και κάτω από το καθένα έβαζαν πωματισμένα βαρέλια γεμάτα εκρηκτικά. Ακόμα και τα ιστία του πλοίου ήταν εμποτισμένα με πίσσα και νάφθα ώστε να μεταπηδήσει γρήγορα η φωτιά.
 
Κατά μήκος των πλευρών του καταστρώματος και κάτω από αυτόν κατασκευάζονταν αγωγοί γεμάτοι με εύφλεκτα μίγματα, ονομαζόμενοι «μίνες του μπαρουτιού» για τη μετάδοση της φωτιάς από συγκεκριμένο σημείο (τη «μίνα της φωτιάς») στη πρύμη του σκάφους όπου και το άνοιγμα του «άβακα» (πηδαλίου). Από αυτό το σημείο γινόταν και η διαφυγή του πληρώματος (20-25 άνδρες) και η επιβίβασή τους σε ρυμουλκούμενη λέμβο όταν ο κυβερνήτης παραμένοντας τελευταίος έθετε το «πυρ».
 
Οι επιθέσεις των πυρπολικών δεν γίνονταν μόνο σε αγκυροβολημένους στόχους αλλά και μεσοπέλαγα, λόγω μεγαλύτερης ταχύτητας. Μετά το περίφημο σήμα της επίθεσης «Με τη βοήθεια του Σταυρού επιτεθείτε!» πλησίαζαν τον εχθρό με τη πλώρη από τη προσήνεμη πλευρά -δηλαδή από εκεί που φύσαγε ή ήταν ο κυματισμός ώστε να βοηθηθεί η προσκόλληση- και γρήγορα με «κόρακες» (=γάτζους) εξασφάλιζαν την αγκίστρωση. Το πλήρωμα του εχθρικού σκάφους καταλαμβάνονταν συνήθως από πανικό και καμία αντίσταση δεν πρόβαλε αλλά έτρεχε να σωθεί.
 
Από του 1824 όμως που άρχισε η παρέμβαση του αιγυπτιακού στόλου, οι συνθήκες χρήσης των πυρπολικών ήταν δυσμενέστερες και τούτο διότι τα αιγυπτιακά πληρώματα ήταν εκπαιδευμένα και συγκροτημένα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα κυρίως του γαλλικού στρατού και ναυτικού. Πάντως τα πυρπολικά εξακολούθησαν να χρησιμοποιούνται ακόμη και όταν η Ελλάδα απέκτησε τα πρώτα πραγματικά πολεμικά, τη φρεγάτα «Ελλάς» και το ατμοκίνητο «Καρτερία», τα οποία κατέστησαν το πυρπολικό δευτερεύον.
 
Πυρπολήσεις
 
Κατά τη διάρκεια του Απελευθερωτικού αγώνα του 1821 έγιναν 59 επιθέσεις με πυρπολικά από τις οποίες οι 39 ήταν επιτυχείς, 19 απέτυχαν και 1 αμφισβητείται.
 
Επιτυχείς ήταν: - του Γέροντα, του Νταρ Μπογκάζ και της Σάμου (πλοίαρχος Γ. Βατικιώτης), - της Τενέδου (πλ. Γ. Βρατσάνος), - της Σούδας (πλ. Α. Βώκος), - Μεθώνης (Α. Δημαμάς), - Γέροντα (Γ. Θεοχάρης), - Μυτιλήνης (Δ. Καλογιάννης), - Αγ. Μαρίνας, Σάμου, Τενέδου και Χίου (Κ. Κανάρης), - Ιθάκης, Μεσολογγίου (Α. Καράβελας), - Κάβο ντ΄ Όρο, Καρπάθου (Γ. Ματρώζος), - Σάμου (Λέκας Ματρώζος), - Γέροντα, Κάβο ντ΄ Όρο, Μιλήτου και Σάμου (Λ. Μουσούς), - Αλεξάνδρειας, Κάβο ντ΄ Όρο, Μεσολογγίου (Μ. Μπούτης), - Στενά Μυτιλήνης (Κ. Νικόδημος), - Ερεσού (Δ. Παπανικολής), - Μεθώνης (Α. Παυλής ή Μπίκος), - Άθωνα, Γέροντα, Σπετσών, Χίου (Α. Πιπίνος), - Μεθώνης, Μεσολογγίου (Γ. Πολίτης), - Σάμου (Δ. Ραφαλιάς), - Αλεξάνδρειας, Μεθώνης, Μεσολογγίου (Μ. Σπαχής), - Μεθώνης, Νταρ Μπογκάζ (Δ. Τσάπελης).
 
Αποτυχούσες: - Κάβο-Μελέχα (Α. Βώκος), - Λέσβου και Γκλαρέντζας (Θ. Βώκος), - Μεσολογγίου (Α. Δημαμάς), - Ερεσού (Γ. Θεοχάρης), - Ερεσού (Γ. Καλαφάτης), - Κρήτης (Γ. Ματρώζος), - Κάβο Μελέχα, Κάβο Ματαπά (Μιχ. Μπουντούρης), - Λέσβου, Φωκαίας (Θ. Μπρέσκας), - Μεθώνης (Α. Πιπίνος), - Χίου, Σπετσών, Σάμου, Κρήτης και Μυτιλήνης (Α. Ρομπόσης), - Σάμου (Π. Σπαχής), και - Σάμου (Δ. Τσάπελης).
 
Αμφισβητήσιμες: Μία, κατά τη Ναυμαχία της Σούδας (Α. Δημαμάς)
 
Ευνόητο ότι στα επαναλαμβανόμενα παραπάνω μέρη οι επιχειρήσεις έγιναν σε διαφορετικές ημερομηνίες.
 
Από τους Πλοιάρχους των Πυρπολικών σκαφών περισσότερο τιμήθηκε ο Κωνσταντίνος Κανάρης ο οποίος και πέθανε ως Πρόεδρος της τότε Οικουμενικής Κυβέρνησης. Κάποτε όταν τον ρώτησαν πως έκανε το κατόρθωμα της Χίου, όπου πυρπόλησε την οθωμανική Ναυαρχίδα, απάντησε: «Είπα, Κωνσταντή, θα πεθάνεις»! 
 

25 Μαρτίου 2015

1821 Οι Φράγκοι και ο καπετάν Φραγκιάς.

Ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης
συνέβαλλε στην μετατροπή της
φήμης σε ευφυές στρατήγημα.
Ελαιογραφία. Εθνικό Ιστορικό
Μουσείο. ΦΩΤΟ: Περί Aλός
perialos.blogspot.gr
Μια φήμη που μετετράπη σε ευφυές στρατήγημα 
Περί Αλός 

Ιωάννης Σ. Θεοδωράτος 
Δημοσιογράφος – Αμυντικός αναλυτής 

«Ιδού ότι, και μη θελούσης της χριστιανικής Ευρώπης, η Ελλάς ωφελείτο εκ του ονόματος της χριστιανικής Ευρώπης», 
Ιωάννης Φιλήμων. 

Στην αφετηρία της Ελληνικής Επαναστάσεως το 1821 συνέβη ένα παράξενο επεισόδιο, που έλαβε απρόβλεπτες διαστάσεις με ευεργετικά αποτελέσματα για την εξέλιξη της εθνεγερσίας στην Πελοπόννησο, τα πρώτα κρίσιμα εικοσιτετράωρα του αγώνα. Πρόκειται για το ελάχιστα γνωστό συμβάν με πρωταγωνιστή τον Μυκονιάτη καπετάν Φραγκιά Φαμέλη, του οποίου η παραφθορά του ονόματος δημιούργησε για βραχύ διάστημα τρόμο στους Οθωμανούς, καθώς συσχετίστηκε με την έλευση δυτικοευρωπαικών (φράγκικων) στρατευμάτων στο πλαίσιο σχεδίου ένοπλής επέμβασης υπέρ της Επαναστάσεως… 

Οι πρώτες ώρες μετά την κήρυξη του ξεσηκωμού των Ελλήνων στον Μοριά ενείχαν το στοιχείο του αιφνιδιασμού σε συνδυασμό με την εσκεμμένη πρόκληση κύματος πανικού στις πόλεις και τα χωριά στα οποία βρίσκονταν συγκεντρωμένοι οθωμανικοί πληθυσμοί (εξισλαμισμένοι Έλληνες, μουσουλμάνοι Αλβανοί και Τούρκοι). Η ηγεσία των επαναστατών στην Πελοπόννησο σχεδίασε διάφορους τρόπους εξουδετέρωσης των τοπικών φρουρών, υπολογίζοντας επίσης σοβαρά και την αντίσταση που πιθανόν να προέβαλλαν οι φίλα προσκείμενοι στην οθωμανική διοίκηση μουσουλμάνοι κάτοικοι. Σε αυτόν τον τομέα η διασπορά ψευδών ειδήσεων και η καλλιέργεια φημών περί επικείμενης στρατιωτικής απόβασης φιλελληνικών δυνάμεων στον Μοριά, θα συνέβαλλε αποφασιστικά στην ανύψωση του ηθικού των επαναστατών και στην καταβαράθρωση του αντιπάλου. Ο Παπαφλέσσας υπήρξε πρωτεργάτης και ενορχηστρωτής της φημολογίας περί αναμενόμενης άφιξης ισχυρής πεζικής δύναμης από το εξωτερικό, υποστηριζόμενης από πολεμικά πλοία. Ωστόσο ούτε η δημιουργική φαντασία του «μπουρλοτιέρη των ψυχών» θα μπορούσε να κατασκευάσει την αληθινή ιστορία που έλαβε πρωτοφανή διάσταση και υπήρξε αποτέλεσμα μιας τυχαίας ενθουσιώδους πράξεως. 

Στον κόλπο του Γυθείου έξω από το Μαραθονήσι [1]βρισκόταν αγκυροβολημένα έξι πλοία (τρία έφεραν τη σημαία των Ιονίων Νήσων και τρία ανήκαν σε Μανιάτες) μεταξύ των οποίων το πλοίο του Μυκονιάτη καπετάνιου Φραγκιά Φαμέλη (με σημαία των ιονίων Νήσων) [2], ο οποίος ήταν παρατηρητής των όσων συνέβαιναν στην περιοχή. Στις 23 Μαρτίου με την έκρηξη της Επαναστάσεως στην ανατολική Μάνη, οι Γρηγοράκηδες [3] μετά από συνεννόηση με τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, ο οποίος ηγούμενος 400 περίπου ανδρών έφθασε στην περιοχή, ύψωσαν την σημαία της εθνεγερσίας στο Μαραθονήσι. Επόμενος αντικειμενικός σκοπός ήταν η κατάληψη του Μυστρά και της Μονεμβασιάς. Ωστόσο η περιοχή επιχειρήσεων παρουσίαζε πολλές δυσκολίες εξαιτίας της ύπαρξης συμπαγών μουσουλμανικών πληθυσμών σε στρατηγικά σημεία, τα οποία διέθεταν ενισχυμένη άμυνα από οχυρωμένους πύργους και κάστρα. Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της περιοχής ανέμεναν με αγωνία να πληροφορηθούν τι είχε συμβεί και αν κινδύνευε η ζωή τους [4], έως ότου έφθασαν τρομαγμένοι πρόσφυγες Βαρδουνιώτες (ή Μπαρδουνιώτες) [5] σπέρνοντας τον πανικό με την είδηση ότι: «οι επαναστάτες είχαν βοήθεια από τους Φράγκους!», αναγκάζοντάς τους να πάρουν το δρόμο ως πρόσφυγες. 

Σημειώνεται ότι οι Τούρκοι ειδικά εμπιστεύονταν την ασφάλειά τους στους πολύ πιο αξιόμαχους Βαρδουνιώτες και στις ισχυρές αμυντικές θέσεις που κρατούσαν, κάτι το οποίο έπραξαν και κατά το παρελθόν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης των Ορλωφικών, χωρίς ωστόσο επιτυχή αποτελέσματα. Η απρόσμενη είδηση ότι φραγκικές (σ.σ. δυτικές δυνάμεις) ελάμβαναν μέρος στις μάχες στο πλευρό των επαναστατών διαδιδόταν με ταχύτητα σε όλη την νοτιοανατολική Πελοπόννησο κυρίως από τους μουσουλμάνους πρόσφυγες οι οποίοι εγκατέλειπαν τις επικίνδυνες παραθαλάσσιες περιοχές. Πως όμως είχε προκύψει αυτή η εξαιρετικά ανησυχητική είδηση;

Το Μαραθονήσι, άποψη του χωριού και των ερειπίων του
Γυθείου, χαλκογραφία του Δήμου Stephanopoli από το βιβλίο
Voyage de Dimo et Nicolo Stephanopoli en Grèce, Παρίσι 1800.
ΦΩΤΟ: http://el.wikipedia.org/
Ο ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων και ειδικά ο Αμβρόσιος Φραντζής περιγράφουν τι είχε συμβεί. Ο καπετάν Φραγκιάς Φαμέλης που είχε αγκυροβολήσει με το πλοίο του έξω από το Μαραθονήσι (Γύθειο) θέλησε να συμμετάσχει και αυτός στη γενική χαρά και να τιμήσει την έναρξη της Επαναστάσεως, στην οποία συνείσφερε και ο ίδιος καθώς μετέφερε 60 οκάδες πυρίτιδα, την οποία παρέδωσε στις 25 Μαρτίου στον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Ο Φραντζής αναφέρει ότι ο Φραγκιάς θα φόρτωνε αργότερα βελανίδια. Εκείνη την περίοδο τα πλοία έφεραν για λόγους προστασίας έναντι των πειρατών περιορισμένο αριθμό πυροβόλων και ο μόνος τρόπος απόδοσης τιμών ήταν – και συνεχίζει να είναι μέχρι σήμερα – η ρίψη κανονιοβολισμών. Ο Φραγκιάς μαζί με τους υπόλοιπους κυβερνήτες το έπραξαν μετά μάλιστα από προτροπή του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, ο οποίος είχε φροντίσει να μεταφέρει μπροστά στα μάτια του κόσμου από τα πλοία, αξίνες, φτυάρια και άλλα υλικά (σ.σ. τα οποία έμοιαζαν με οπλισμό) διαδίδοντας ότι αποτελούσαν μέρος της βοήθειας που έφτανε δήθεν από τους Φράγκους. Όταν ήχησαν οι κανονιοβολισμοί ο πληθυσμός ξέσπασε σε ζητωκραυγές. Ο καπετάνιος μετείχε στον ενθουσιασμό των ημερών «προς δόξαν της επαναστάσεως και υπέρ της ελευθερίας» και γρήγορα ο κόσμος ρωτούσε ποιος έβαλλε, για να λάβει την απάντηση ότι προέρχονταν από τον Φραγκιά. 

Πολύ γρήγορα το όνομά του από στόμα σε στόμα μεταβλήθηκε σε θρύλο, ενώ ορισμένοι θεώρησαν σωστό να μεταφέρουν ότι οι κανονιές προέρχονταν από ξένα πολεμικά πλοία. Η έκταση της είδησης θα έμενε περιορισμένη στις περιοχές πέριξ του Γυθείου, μέχρις ότου το πληροφορήθηκαν κάποιοι Βαρδουνιώτες, οι οποίοι βρίσκονταν στην περιοχή Τρίνησα στο εσωτερικό του Λακωνικού Κόλπου. Μόλις διαπίστωσαν ότι ο συνδυασμός κανονιοβολισμών από πλοία που έφεραν την σημαία των Ιονίων Νήσων – υπό βρετανική διοίκηση – με το όνομα Φραγκιάς ήταν πραγματικό γεγονός, φαίνεται ότι παρερμήνευσαν (σκόπιμα;) την πληροφορία και άρχισαν να διαδίδουν στους ομόθρησκούς τους ότι φραγκικά πλοία υποστηρίζουν τους επαναστάτες και οσονούπω αποβιβάζουν και στρατεύματα. Μάταια ορισμένοι Έλληνες προσπάθησαν να τους μεταπείσουν ότι αδίκως ανησυχούν και ότι πρόκειται περί υπερβολών. 

Ο Φραντζής αναφέρει ότι οι Οθωμανοί είχαν πλέον γίνει εξαιρετικά καχύποπτοι και φαντάζονταν ότι οι Έλληνες σκοπίμως τους παραπλανούσαν ώστε να μείνουν και να αιχμαλωτιστούν από τους ξένους εισβολείς! Την ταραχή και τον φόβο σε επίπεδο ψυχολογικών επιχειρήσεων φρόντισε να καλλιεργήσει και εντείνει ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης γράφοντας σε επιστολή προς γνωστούς του Βαρδουνιώτες ότι τα όσα συνέβαιναν αποτελούν σχεδιασμό των Ευρωπαίων (Φράγκων) και πως αναμένει σύντομα αποβάσεις στρατευμάτων. Μάλιστα τους συμβούλευσε να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να μετοικήσουν σε ασφαλέστερη περιοχή, καθώς και ο ίδιος θα ήταν αναγκασμένος – ανωτέρα βία… - να συμμετάσχει στις επιχειρήσεις εναντίον τους. Συνεπώς η αναμονή της επέμβασης δυτικών δυνάμεων – την οποία είχε εγκαίρως δημιουργήσει η επιστολή Μαυρομιχάλη – σε συνδυασμό με την διασταλτική παρερμηνεία της λέξης «Φραγκιάς», επέφεραν πανικό και εξυπηρέτησαν τον σκοπό της επανάστασης, δηλαδή την πτώση του ηθικού των αντιπάλων και την ταχεία διάδοση της φήμης περί έξωθεν υποστήριξης και άφιξης στρατιωτικής βοήθειας υπέρ των Ελλήνων επαναστατών.  

Η είδηση περί άφιξης «της φραγκιάς» οδήγησε στην εγκατάλειψη όλων των θέσεων των Βαρδουνιωτών στην ανατολική Μάνη και την εκκένωση δύσβατων περιοχών και περασμάτων, η άμυνα επί των οποίων θα δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα και θύματα στους επαναστάτες. Ακόμη χειρότερα αποτελέσματα επέφερε η φημολογία στους ευρισκόμενους εντός των τειχών του κάστρου του Μυστρά Τούρκους και Βαρδουνιώτες, οι οποίοι αποφάσισαν να το εγκαταλείψουν και να καταφύγουν στην ασφάλεια του φρουρίου της Τριπολιτσάς. Μάλιστα ο τοπικός διοικητής Βακκή Εφέντι παρακινήθηκε από τον πατέρα του Σιεχ Νετζίπ να έλθει το συντομότερο δυνατό στην Τρίπολη. Ο Φραντζής σημειώνει πως οι σύζυγοι των Οθωμανών προέτρεπαν πιεστικά τους άνδρες να μαζέψουν τα υπάρχοντά τους και να φύγουν το συντομότερο δυνατόν για την Τρίπολη. Οι Οθωμανοί του Μυστρά είχαν πανικοβληθεί αφήνοντας στους χριστιανούς τα κλειδιά των σπιτιών τους. 

Ο Φιλήμων περιγράφει: «Νάτε τα κλειδιά, γειτόνοι. Αν γυρίσουμε, νά ‘ναι ΄δικά μας τα σπήτια κ’αν δέν γυρίσουμε, νά ‘ναι δικά σας» [6]. Η μαρτυρία του Αμβρόσιου Φραντζή για τις επιπτώσεις της φήμης για την «φραγκιά» είναι αποκαλυπτική: «Ακούσαντες οι της πόλεως και των Μπαρδουνίων Οθωμανοί τον τοσούτον κανονιοβολισμόν, έτι μάλλον υπέπεσαν εις παραφροσύνην, και έσπευδεν ο καθείς εξ αυτών να τρέξη με ό,τι δυνηθή ν’ αρπάση πρόχειρον, δια να οχυρωθή εις την Τριπολιτζάν... Εκ τούτου μη δόντες καιρόν, άφισαν των τραπεζών των και τας τροφάς (ούσης ώρας γεύματος) δια να μη τους προφθάσωσιν οι Φράγκοι, και χωρίς να συλλογισθώσιν ούτε οικίας, ούτε κινητήν περιουσίαν, παραδόντες δε μόνον εκ των κινητών των πραγμάτων όσα εδυνήθησαν εις τους αδελφούς Ιατρακαίους, και εις άλλους δια να τα φυλάξωσιν επ’ ελπίδι ότι επιστρέψανες να τα λάβωσι (την 26 Μαρτίου Μ.Μ), ανεχώρησαν όλοι ομού με τόσην βίαν, ώστε αγάδες, κυρίαι, χανούμαι και κοράσια και γραίαι έτρεχον ανυπόδητοι εις τας οδούς δια να εισέλθωσιν εις την Τριπολιτζάν μίαν ώρα προτήτερα...». 

Ο Φιλήμων υπογραμμίζει ότι η παρουσία τόσων μουσουλμάνων στην Λακωνία καθιστούσε την επανάσταση «ταλαντευόμενη» [7]. Ωστόσο ο πανικός συνδυάστηκε με την ευρέως διαδεδομένη πολιτική πρόληψη μεταξύ των μουσουλμάνων ότι τα χριστιανικά έθνη της δύσης (Μοσκόβ γκιαούρ, Νέμτσα γκιαούρ, Φραγκσίζ γκιαούρ, Ιγκιλίζ γκιαούρ) θα προσέτρεχαν να βοηθήσουν τους Έλληνες. Από ιστορικής απόψεως η μνήμη των ορλωφικών, της Συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) και των προσπαθειών Αυστριακών, Γάλλων και Βρετανών να υφαρπάξουν εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είχε με τον καιρό δημιουργήσει την πεποίθηση ότι δεν ήταν μακριά η ημέρα κατά την οποίαν θα εκδηλωνόταν μια νέα «σταυροφορία» απελευθέρωσης των ελληνικών εδαφών. 

Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής
Επαναστάσεως, σελ. 44.
ΦΩΤΟ/ΕΠΕΞ: Περί Αλός perialos.blogspot.gr
Επίλογος 

Η μετατροπή μιας απλής φήμης, του ονόματος του καπετάν Φραγκιά, σε ευφυές στρατήγημα περί δήθεν ελεύσεως φραγκικών δυνάμεων, υπήρξε ένα γεγονός που ευνόησε για μερικές μόνον ημέρες αλλά αποφασιστικά τους επαναστατημένους Έλληνες σε τρία επίπεδα: 
α) Στις ψυχολογικές επιχειρήσεις, προκάλεσε πτώση ηθικού και πανικό στον εχθρό και κυρίως στον άμαχο πληθυσμό, ο οποίος τρομοκρατημένος γέμισε τους δρόμους προς την Τριπολιτσά, προκαλώντας μαζική έξοδο χιλιάδων, επιτείνοντας τη σύγχυση τις πρώτες κρίσιμες ημέρες, 

β) Σε τακτικό επίπεδο, οδήγησε στην ταχεία κατάληψη σημαντικών οχυρών σημείων και κάστρων στην Λακωνία, για τα οποία θα έπρεπε να διεξαχθεί σφοδρός και πολύνεκρος αγώνας, 

γ) σε στρατηγικό επίπεδο, ανάγκασε τους Οθωμανούς να εκκενώσουν εκτενείς περιοχές και να αφήσουν μόνες τους τις αποκομμένες φρουρές που βρίσκονταν νοτίως της Τριπολιτσάς, εκτιμώντας από την εμπειρία των ορλωφικών ότι μόνον εκεί μπορούσε να προβληθεί αντίσταση έναντι των δυτικών στρατευμάτων. 

Η ιστοριογραφία έχει καταγράψει το επεισόδιο του Φραγκιά ως ένα «ευχάριστο» συμβάν της πρώτης φάσης του αγώνα. Ένα αφήγημα που αποδεικνύει την ικανότητα των Ελλήνων (σ.σ. το πνεύμα του Οδυσσέα) και την ευκολία εξαπάτησης των αλλοθρήσκων. Η αλήθεια είναι διαφορετική και τιμά ακόμη περισσότερο τους ευρισκόμενους σε δεινή θέση επαναστάτες. Αποκαλύπτει ότι η τοπική ηγεσία εκμεταλλεύτηκε κάθε δυνατή ευκαιρία που της παρουσιάστηκε προκειμένου να επιτύχει σε σύντομο χρόνο τα μέγιστα αποτελέσματα. Το όνομα του πατριώτη Μυκονιάτη καπετάνιου Φραγκιά Φαμέλη χαράχτηκε στις σελίδες της ιστορίας χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει, χωρίς καν να το έχει σχεδιάσει. Από την θάλασσα προήλθαν οι πρώτες κανονιές του Φραγκιά χαιρετίζοντας την Επανάσταση. Από το υγρό στοιχείο, την διαχρονική βάση ανάδειξης των ναυτικών δυνάμεων, προήλθε το πρώτο επιτυχές στρατήγημα της εθνεγερσίας, από έναν καπετάνιο που η τύχη έφερε να έχει ως επώνυμο τη λέξη με την οποία η ελληνική συλλογική μνήμη προσδιόριζε τη χριστιανική δύση. Η φραγκιά που εκείνες τις φωτεινές ημέρες της εποποιίας του 1821 βοηθούσε άθελά της έναν αγώνα που η ίδια δεν επιθυμούσε και καταδίκαζε… 

ΠΗΓΗ: Περί Αλός 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: 
[1] Το αρχαίο Γύθειο μεγάλο μέρος του οποίου καταποντίστηκε με τον σεισμό του 375 μ.Χ. είχε καλυφθεί εξαιτίας των επιχώσεων των γύρω χειμάρρων. Μόλις τον 17ο αιώνα (λόγω της εκστρατείας του Μοροζίνι) ξεκίνησε η περιοχή να χρησιμοποιείται και ήταν γνωστή ως Μαραθονήσι. 
[2] Δεν έχουν διασωθεί στοιχεία για τον κυβερνήτη και το είδος του πλοίου. 
[3] Οι Γρηγοράκηδες (Πιέρρος, Τζαννετάκης, Δημήτρης Τσιγούριος, Παναγιωτάκης, Θεόδωρος, Θωμάς) υπό την ηγεσία του γηραιού Αντωνόμπεη Γρηγοράκη χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, η πρώτη είχε ως αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη του Μυστρά και η δεύτερη της Μονεμβασιάς. Σημειώνεται ότι μια εκ των ανιψιών του Αντωνόμπεη η Αικατερίνη παντρεύτηκε τον Πιέρρο Μαυρομιχάλη και γέννησε τον Πετρόμπεη. 
[4] Οι χριστιανοί κάτοικοι έσπευδαν να καθησυχάσουν τους αλλόθρησκους γείτονές τους ότι δεν κινδύνευαν.
[5] Πρόκειται για αλβανικής καταγωγής μουσουλμάνους οι οποίοι ήλεγχαν 46 οχυρούς πύργους, το κάστρο της Βαρδούνιας και μπορούσαν να επιστρατεύσουν 2.490 ένοπλους άνδρες με τυφέκια. Τα στοιχεία παραθέτει ο Αμβρόσιος Φραντζής. 
[6] σελ. 44. [7] «… Εν γένει δε, υπαρχόντων των Βαρδουνιωτών εν τη Λακεδαίμονι, η επανάστασις των Ελλήνων αυτής διετέλει ταλαντευομένη», Φιλήμων, Βιβλίο Γ΄, σελ. 42.  

Βιβλιογραφία 

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΒ, Η Ελληνική Επανάσταση, Εκδοτική Αθηνών ΑΕ, Αθήνα 1975. 
Τζώρτζης Π. Τζωρτζάκης, Η πρωτεύουσα της Μάνης Γύθειον - Μαραθονήσι, Αθήνα 1981. Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Τόμος Γ΄, Τύποις Π. Σούτσα και Α. Κτενά, Αθήνα, 1860. 
Αμβρόσιος Φραντζής, Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος αρχομένη από του έτους 1715 και λήγουσα το 1837, Τόμος Α΄, Αθήνα, 1839.

από το Περι Αλός